ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Τον παρακολουθούσα με διερευνητικό βλέμμα προσπαθώντας να εκμαιεύσω κάτι απ’ την απύθμενη σοφία που του προσδίδουν τα τόσα χρόνια της ζωής του, και οι έντονες καταστάσεις που του σμίλεψαν την προσωπικότητα με χαρίσματα μοναδικά, ώστε να επιδιώκεις τη συντροφιά του, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας.
Μ’ένα επιδέξιο νεύμα κάλεσε τη σερβιτόρα να πλησιάσει για παραγγελία.
- «Τι θα σε τρατάρω;» Μου είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Δεν ήταν ούτε διαταγή, ούτε πρόσταγμα, ούτε παράκληση, ήταν μια ιδιαίτερη έκφραση που αφόπλιζε ασυζητητί τις όποιες αντιδράσεις, υπακούοντας μ’ ευχαρίστηση.
Αυτός, απολάμβανε το ρακί του, ρουφώντας πού και πού με βαθιές ρουφηξιές το καμπυλωτό τσιμπούκι του!
- «Μια πορτοκαλάδα…», είπα συγκαταβατικά!
- «Φέρε… κι από ’κείνο το γλυκό του κουταλιού, στο μικρό!» Είπε συμπληρώνοντας τη παραγγελία.
Η κοντόχοντρη καφετζού με τα τουρλωτά ¨καπούλια¨, έκανε μεταβολή δυο μέτρα πριν μας πλησιάσει, αφού άκουσε την παραγγελία. Την έτρωγε η περιέργεια! Τι να συζητάει ο πιτσιρικάς μ’ αυτό το γέρο-Αμερικάνο που συχνάζει τον τελευταίο καιρό στο καφενέ της!
Εκείνο τον καιρό βρισκόμασταν τακτικά, πότε στο καφενεδάκι της πλατείας και πότε στην αυλή του σπιτιού του, κάτω απ’ τη μεγάλη μουριά κι όλο κάποιες εμπειρίες απ’ τη ζωή του είχε να μου διηγηθεί!
Ήταν πρωινό ακόμα, ο παππούς συνήθιζε να κατεβαίνει στη μεγάλη πλατεία για καφέ ή το ρακί, αναλόγως τη διάθεση. Τακτικός θαμώνας στο παραδοσιακό καφενεδάκι, φυλλομετρούσε τις μέρες της ζωής του, ρουφώντας μ’ αδημονία το τσιμπούκι κι αφήνοντας πότε, πότε τις χάντρες απ’ το χοντρό μπεγλέρι, να βροντάει η μια πάνω στην άλλη.
Είμαι σίγουρος πως αυτός ο θόρυβος απ’ τις χάντρες, του συντόνιζε τον εσωτερικό ψυχισμό, ώστε νά’ναι πάντα συγχρονισμένη η γαλήνευση του προσώπου του μ’ αυτή τη μειλίχια διάθεση να σε καλοδεχτεί και να σου μιλήσει. Έπαιζε για να περάσει η ώρα, αναπολώντας τα περασμένα, κάνοντας ίσως αποτίμηση της πολυτάραχης ζωής του.
Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο της εποχής του, οι γνώσεις του αποκάλυπταν μορφωμένο άνθρωπο, αν κρίνω κι απ’ τον γραφικό του χαρακτήρα, έδειχνε ότι διέθετε μεγάλο καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο!
Πιότερο, όμως, από τον γραπτό, ο προφορικός του λόγος είχε αυτό το διαφορετικό που σε συνάρπαζε. Η αφηγηματικότητα και η χροιά της φωνής του, ήταν αυτά που σε συνδυασμό με τις καταστάσεις που διηγιόταν, σε κρατούσαν κολλημένο εκεί απέναντί του, να τον αφουγκράζεσαι αδιαμαρτύρητα για ώρες ολόκληρες, μέχρι που έχανες την αίσθηση του χρόνου.
Έτσι κι αλλιώς η αίσθηση του χρόνου μαζί του είχε σχετική έννοια, αφού τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του, συνέβησαν εκεί κοντά στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το ξεδίπλωμα απ’το παραμύθι της ζωής του, γινόταν κάθε φορά και πιο συναρπαστικό. Κι εγώ, φυλάκισα βαθιά στο μυαλό μου εικόνες απ’τις αφηγήσεις του γέροντα.
Σαλπάρισε σε νεαρή ηλικία με το «Πατρίς», της Εθνικής Ατμοπλοΐας των αδελφών Εμπειρίκου, που κυριαρχούσε τότε στις υπερωκεάνιες γραμμές Πειραιάς – Νέα Υόρκη, για να βρεθεί μετανάστης στην Αμερική.
Ταξίδι μαγικό, φορτωμένο με χιλιάδες όνειρα, για μια ζωή που υποσχόταν να προσφέρει όλα τα αγαθά στη νέα γη της επαγγελίας, όπως διαλαλούσαν οι ατζέντηδες, ή οι μεσίτες μετανάστευσης, όπως ονομάζονταν επίσημα το επάγγελμα τους. Επάγγελμα που ανθούσε εκείνα τα χρόνια, για να παροτρύνουν την μετανάστευση στις υπερπόντιες χώρες.
Πολύ περισσότερο απ’ τις υποσχέσεις των ατζέντηδων, ήταν η χρόνια δυσπραγία που ταλάνιζε τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό της χώρας μας και η μιζέρια με τις συχνές σιτοδείες απ’ τις αγροτικές καταστροφές, αλλά και η ανεξέλεγκτη τοκογλυφία των μεγαλοτσιφλικάδων με την ανοχή του επισήμου κράτους, που στη δύση της ζωής τους έκαναν και κάποιες δωρεές για να ακούγεται μεταθανάτια το όνομά τους και να τους θυμούμαστε ως εθνικούς ευεργέτες. Αυτούς, που πρώτα ρούφηξαν τον ιδρώτα και το αίμα των κολίγων κι όσων δε βρήκαν το κουράγιο και το θάρρος του γέροντα ν’ αναζητήσουν καλλίτερη τύχη στα ξένα.
Γιος κολίγου κι ο ίδιος, ένιωσε στο πετσί του το ζήτημα των τσιφλικιών που ταλαιπώρησε τον αγροτικό πληθυσμό του θεσσαλικού κάμπου. Έφηβος ακόμα πρωτοστάτησε της εξέγερσης των κολίγων με αποκορύφωμα τις αιματηρές συγκρούσεις το Μάρτιο του 1910 στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Κιλελέρ, ένα χωριουδάκι μεταξύ Βόλου και Λάρισας, όταν μια ίλη ιππικού προσπάθησε να αποτρέψει τους εξεγερμένους αγρότες να επιβιβαστούν στο τραίνο για τη Λάρισα, όπου γινόταν το μεγάλο συλλαλητήριο των αγροτών κατά των τσιφλικάδων και της πολιτικής της κυβέρνησης Δραγούμη.
Ο πατέρας του, είχε εγκαταλείψει το τσελιγκάτο της οικογένειας των Σαρακατσάνων για τα μαύρα μάτια της Καραγκούνας μάνας του, που το θάμπωσε σαν την πρωτόδε στο παζάρι στη Λάρισα. Άφησε τα βουνά των Αγράφων και τη ζωή των Σαρακατσάνων, για να γίνει κολίγος στο θεσσαλικό κάμπο, για χάρη της γυναίκας της ζωής του.
Δεν είχε τίποτα περισσότερο να προσφέρει στα παιδιά του, παρά την ίδια ζωή που έκανε κι ο ίδιος, παλεύοντας με τα χωράφια στο κάμπο. Αυτή η απέραντη πεδιάδα που την πότιζε καθημερινά με ιδρώτα και αίμα, προσμένοντας καρτερικά τα γεννήματα, παρακαλώντας το Θεό να το φυλάξει από πλημμύρες και θεομηνίες.
Θυμήθηκε τη δικιά του απόφαση να εγκαταλείψει το τσελιγκάτο, για να πάει σώγαμπρος. Άφησε την αδέσμευτη ζωή του τσέλιγκα. Αφεντικό στον εαυτό του, αυτός, το κοπάδι, τα βουνά και ο Θεός, για να γίνει κολίγος και να βλέπει να του μοιράζονται το Βιο οι τσιφλικάδες. Δεν ήθελε με τίποτα την ίδια ζωή για τα παιδιά του και ιδιαίτερα για τούτο το γιο.
Το στίγμα του ανένταχτου, κόντρα στους ισχυρούς της εποχής του, συμπαρέσυρε και το γιο του σε δύσκολες καταστάσεις. Παρά το γεγονός ότι έπαιρνε τα γράμματα, δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον κάνει γιατρό ή τέλος πάντων επιστήμονα και να φύγει απ’ τη μιζέρια της φτώχιας του χωριού. Ο ξενιτεμός ήταν επιλογή του νεαρού και οι δικοί του δεν είχαν το κουράγιο να τον αποτρέψουν.
- «Να πάς γιε μου… όπουνε καλά! Τούτη η γη δεν μπορεί να μας θρέψει όλους, και κολίγους κι αφεντάδες! Αρκεί να φυλάς τη πίστη σου και να μην αδικέψεις κανένα, όπου κι αν βρεθείς! Όσο για μας, θα πορευτούμε μ’αυτά που μας δίνει ο Θεός». Ήταν η ορμήνια του πατέρα.
Η μάνα, όμως, όπως κάθε μάνα, δάκρυζε στη σκέψη και μόνο του ξενιτεμού. Έβλεπε κι η ίδια, πως εδώ δε γινόταν χαΐρι! Και τούτο το παιδί, είχε ξεχωριστά χαρίσματα. Συνδύαζε την απλότητα με τη μεγαλοπρέπεια, την τρυφερότητα με την επιβλητικότητα, τη δροσιά με τη θέρμη. Ηγέτης απ’ τα γεννοφάσκια του. Ακόμα και στις αλάνες της γειτονιάς, οι συνομήλικοι το θεωρούσαν αρχηγό τους στο παιχνίδι και στις σκανταλιές, ήταν απ’ αυτούς που αναλάμβαναν πλήρως τις ευθύνες των αποφάσεων και των πράξεών τους, ποτέ δεν αποποιούταν τις ενέργειές του, έστω και αν αυτές επέσυραν κάποια τιμωρία.
.......
Τον παρακολουθούσα με διερευνητικό βλέμμα προσπαθώντας να εκμαιεύσω κάτι απ’ την απύθμενη σοφία που του προσδίδουν τα τόσα χρόνια της ζωής του, και οι έντονες καταστάσεις που του σμίλεψαν την προσωπικότητα με χαρίσματα μοναδικά, ώστε να επιδιώκεις τη συντροφιά του, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας.
Μ’ένα επιδέξιο νεύμα κάλεσε τη σερβιτόρα να πλησιάσει για παραγγελία.
- «Τι θα σε τρατάρω;» Μου είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Δεν ήταν ούτε διαταγή, ούτε πρόσταγμα, ούτε παράκληση, ήταν μια ιδιαίτερη έκφραση που αφόπλιζε ασυζητητί τις όποιες αντιδράσεις, υπακούοντας μ’ ευχαρίστηση.
Αυτός, απολάμβανε το ρακί του, ρουφώντας πού και πού με βαθιές ρουφηξιές το καμπυλωτό τσιμπούκι του!
- «Μια πορτοκαλάδα…», είπα συγκαταβατικά!
- «Φέρε… κι από ’κείνο το γλυκό του κουταλιού, στο μικρό!» Είπε συμπληρώνοντας τη παραγγελία.
Η κοντόχοντρη καφετζού με τα τουρλωτά ¨καπούλια¨, έκανε μεταβολή δυο μέτρα πριν μας πλησιάσει, αφού άκουσε την παραγγελία. Την έτρωγε η περιέργεια! Τι να συζητάει ο πιτσιρικάς μ’ αυτό το γέρο-Αμερικάνο που συχνάζει τον τελευταίο καιρό στο καφενέ της!
Εκείνο τον καιρό βρισκόμασταν τακτικά, πότε στο καφενεδάκι της πλατείας και πότε στην αυλή του σπιτιού του, κάτω απ’ τη μεγάλη μουριά κι όλο κάποιες εμπειρίες απ’ τη ζωή του είχε να μου διηγηθεί!
Ήταν πρωινό ακόμα, ο παππούς συνήθιζε να κατεβαίνει στη μεγάλη πλατεία για καφέ ή το ρακί, αναλόγως τη διάθεση. Τακτικός θαμώνας στο παραδοσιακό καφενεδάκι, φυλλομετρούσε τις μέρες της ζωής του, ρουφώντας μ’ αδημονία το τσιμπούκι κι αφήνοντας πότε, πότε τις χάντρες απ’ το χοντρό μπεγλέρι, να βροντάει η μια πάνω στην άλλη.
Είμαι σίγουρος πως αυτός ο θόρυβος απ’ τις χάντρες, του συντόνιζε τον εσωτερικό ψυχισμό, ώστε νά’ναι πάντα συγχρονισμένη η γαλήνευση του προσώπου του μ’ αυτή τη μειλίχια διάθεση να σε καλοδεχτεί και να σου μιλήσει. Έπαιζε για να περάσει η ώρα, αναπολώντας τα περασμένα, κάνοντας ίσως αποτίμηση της πολυτάραχης ζωής του.
Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο της εποχής του, οι γνώσεις του αποκάλυπταν μορφωμένο άνθρωπο, αν κρίνω κι απ’ τον γραφικό του χαρακτήρα, έδειχνε ότι διέθετε μεγάλο καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο!
Πιότερο, όμως, από τον γραπτό, ο προφορικός του λόγος είχε αυτό το διαφορετικό που σε συνάρπαζε. Η αφηγηματικότητα και η χροιά της φωνής του, ήταν αυτά που σε συνδυασμό με τις καταστάσεις που διηγιόταν, σε κρατούσαν κολλημένο εκεί απέναντί του, να τον αφουγκράζεσαι αδιαμαρτύρητα για ώρες ολόκληρες, μέχρι που έχανες την αίσθηση του χρόνου.
Έτσι κι αλλιώς η αίσθηση του χρόνου μαζί του είχε σχετική έννοια, αφού τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του, συνέβησαν εκεί κοντά στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το ξεδίπλωμα απ’το παραμύθι της ζωής του, γινόταν κάθε φορά και πιο συναρπαστικό. Κι εγώ, φυλάκισα βαθιά στο μυαλό μου εικόνες απ’τις αφηγήσεις του γέροντα.
Σαλπάρισε σε νεαρή ηλικία με το «Πατρίς», της Εθνικής Ατμοπλοΐας των αδελφών Εμπειρίκου, που κυριαρχούσε τότε στις υπερωκεάνιες γραμμές Πειραιάς – Νέα Υόρκη, για να βρεθεί μετανάστης στην Αμερική.
Ταξίδι μαγικό, φορτωμένο με χιλιάδες όνειρα, για μια ζωή που υποσχόταν να προσφέρει όλα τα αγαθά στη νέα γη της επαγγελίας, όπως διαλαλούσαν οι ατζέντηδες, ή οι μεσίτες μετανάστευσης, όπως ονομάζονταν επίσημα το επάγγελμα τους. Επάγγελμα που ανθούσε εκείνα τα χρόνια, για να παροτρύνουν την μετανάστευση στις υπερπόντιες χώρες.
Πολύ περισσότερο απ’ τις υποσχέσεις των ατζέντηδων, ήταν η χρόνια δυσπραγία που ταλάνιζε τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό της χώρας μας και η μιζέρια με τις συχνές σιτοδείες απ’ τις αγροτικές καταστροφές, αλλά και η ανεξέλεγκτη τοκογλυφία των μεγαλοτσιφλικάδων με την ανοχή του επισήμου κράτους, που στη δύση της ζωής τους έκαναν και κάποιες δωρεές για να ακούγεται μεταθανάτια το όνομά τους και να τους θυμούμαστε ως εθνικούς ευεργέτες. Αυτούς, που πρώτα ρούφηξαν τον ιδρώτα και το αίμα των κολίγων κι όσων δε βρήκαν το κουράγιο και το θάρρος του γέροντα ν’ αναζητήσουν καλλίτερη τύχη στα ξένα.
Γιος κολίγου κι ο ίδιος, ένιωσε στο πετσί του το ζήτημα των τσιφλικιών που ταλαιπώρησε τον αγροτικό πληθυσμό του θεσσαλικού κάμπου. Έφηβος ακόμα πρωτοστάτησε της εξέγερσης των κολίγων με αποκορύφωμα τις αιματηρές συγκρούσεις το Μάρτιο του 1910 στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Κιλελέρ, ένα χωριουδάκι μεταξύ Βόλου και Λάρισας, όταν μια ίλη ιππικού προσπάθησε να αποτρέψει τους εξεγερμένους αγρότες να επιβιβαστούν στο τραίνο για τη Λάρισα, όπου γινόταν το μεγάλο συλλαλητήριο των αγροτών κατά των τσιφλικάδων και της πολιτικής της κυβέρνησης Δραγούμη.
Ο πατέρας του, είχε εγκαταλείψει το τσελιγκάτο της οικογένειας των Σαρακατσάνων για τα μαύρα μάτια της Καραγκούνας μάνας του, που το θάμπωσε σαν την πρωτόδε στο παζάρι στη Λάρισα. Άφησε τα βουνά των Αγράφων και τη ζωή των Σαρακατσάνων, για να γίνει κολίγος στο θεσσαλικό κάμπο, για χάρη της γυναίκας της ζωής του.
Δεν είχε τίποτα περισσότερο να προσφέρει στα παιδιά του, παρά την ίδια ζωή που έκανε κι ο ίδιος, παλεύοντας με τα χωράφια στο κάμπο. Αυτή η απέραντη πεδιάδα που την πότιζε καθημερινά με ιδρώτα και αίμα, προσμένοντας καρτερικά τα γεννήματα, παρακαλώντας το Θεό να το φυλάξει από πλημμύρες και θεομηνίες.
Θυμήθηκε τη δικιά του απόφαση να εγκαταλείψει το τσελιγκάτο, για να πάει σώγαμπρος. Άφησε την αδέσμευτη ζωή του τσέλιγκα. Αφεντικό στον εαυτό του, αυτός, το κοπάδι, τα βουνά και ο Θεός, για να γίνει κολίγος και να βλέπει να του μοιράζονται το Βιο οι τσιφλικάδες. Δεν ήθελε με τίποτα την ίδια ζωή για τα παιδιά του και ιδιαίτερα για τούτο το γιο.
Το στίγμα του ανένταχτου, κόντρα στους ισχυρούς της εποχής του, συμπαρέσυρε και το γιο του σε δύσκολες καταστάσεις. Παρά το γεγονός ότι έπαιρνε τα γράμματα, δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον κάνει γιατρό ή τέλος πάντων επιστήμονα και να φύγει απ’ τη μιζέρια της φτώχιας του χωριού. Ο ξενιτεμός ήταν επιλογή του νεαρού και οι δικοί του δεν είχαν το κουράγιο να τον αποτρέψουν.
- «Να πάς γιε μου… όπουνε καλά! Τούτη η γη δεν μπορεί να μας θρέψει όλους, και κολίγους κι αφεντάδες! Αρκεί να φυλάς τη πίστη σου και να μην αδικέψεις κανένα, όπου κι αν βρεθείς! Όσο για μας, θα πορευτούμε μ’αυτά που μας δίνει ο Θεός». Ήταν η ορμήνια του πατέρα.
Η μάνα, όμως, όπως κάθε μάνα, δάκρυζε στη σκέψη και μόνο του ξενιτεμού. Έβλεπε κι η ίδια, πως εδώ δε γινόταν χαΐρι! Και τούτο το παιδί, είχε ξεχωριστά χαρίσματα. Συνδύαζε την απλότητα με τη μεγαλοπρέπεια, την τρυφερότητα με την επιβλητικότητα, τη δροσιά με τη θέρμη. Ηγέτης απ’ τα γεννοφάσκια του. Ακόμα και στις αλάνες της γειτονιάς, οι συνομήλικοι το θεωρούσαν αρχηγό τους στο παιχνίδι και στις σκανταλιές, ήταν απ’ αυτούς που αναλάμβαναν πλήρως τις ευθύνες των αποφάσεων και των πράξεών τους, ποτέ δεν αποποιούταν τις ενέργειές του, έστω και αν αυτές επέσυραν κάποια τιμωρία.
.......
*
Στην αναμόχλευση των αναμνήσεων των πρώτων χρόνων μετανάστευσης, άφηνε πού και πού να βγαίνει βαθιά απ’ τα σωθικά του ένας υπόκωφος αναστεναγμός, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο εκεί στο βάθος του ορίζοντα. Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν αναστεναγμοί νοσταλγίας, γι’αυτά που έζησε στη νιότη του, ή αγανάκτησης για τις ταλαιπωρίες που τράβηξε μέχρι να ορθοποδήσει.
Συνήθιζα να μη το διακόπτω με ερωτήσεις, όχι μόνο από σεβασμό που σίγουρα το δικαιούταν, αλλά περισσότερο τον άφηνα να ξεδιπλώνει αβίαστα τ’ όνειρο. Ίσως έτσι ταξίδευα κι εγώ συνταυτιζόμενος μαζί του, λαθρομετανάστης της φαντασίας μου συνοδοιπόρος στ’ όνειρο της επιτυχίας.
.........
Στην αναμόχλευση των αναμνήσεων των πρώτων χρόνων μετανάστευσης, άφηνε πού και πού να βγαίνει βαθιά απ’ τα σωθικά του ένας υπόκωφος αναστεναγμός, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο εκεί στο βάθος του ορίζοντα. Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν αναστεναγμοί νοσταλγίας, γι’αυτά που έζησε στη νιότη του, ή αγανάκτησης για τις ταλαιπωρίες που τράβηξε μέχρι να ορθοποδήσει.
Συνήθιζα να μη το διακόπτω με ερωτήσεις, όχι μόνο από σεβασμό που σίγουρα το δικαιούταν, αλλά περισσότερο τον άφηνα να ξεδιπλώνει αβίαστα τ’ όνειρο. Ίσως έτσι ταξίδευα κι εγώ συνταυτιζόμενος μαζί του, λαθρομετανάστης της φαντασίας μου συνοδοιπόρος στ’ όνειρο της επιτυχίας.
.........
Το δεύτερο κιόλας χρόνο παραμονής του στη Νέα Υόρκη του δόθηκε άλλη μια ευκαιρία που την εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο. Ένα εγκατελημένο παλιό δίπατο ξύλινο σπίτι, βικτοριανής κατασκευής, πουλιόταν σε προσιτή τιμή. Η ηλικιωμένη Αγγλίδα ιδιοκτήτρια, ενθουσιάστηκε απ’ τον ευθυτενή Έλληνα μετανάστη με τους ευγενικούς τρόπους και υποσχέθηκε αρκετές διευκολύνσεις για να γίνει αυτός ο νέος ιδιοκτήτης.
Η επισκευή, δε θα του στοίχιζε παρά μόνο τα υλικά, αφού η εταιρεία που συμμετείχε του παρείχε τα εχέγγυα για σωστή και δωρεάν τακτοποίηση της υπόθεσης.
Τα χρόνια περνούσαν, η δουλειά είχε αποφέρει πιότερα απ’ αυτά που είχε στερηθεί στη πατρίδα και η ικανοποίηση της επιτυχίας επισκιαζόταν απ’ την ανεκπλήρωτη επιθυμία για δικιά του οικογένεια.
Η ζωή του μπεκιάρη δε ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, ο ρόλος του Έλληνα οικογενειάρχη ήταν μάλλον απωθημένο. Αδημονούσε να φτιάξει τη δικιά του φαμίλια, να φέρει στη γη κάτι απ’ τον εαυτό του, που θα το σμίλευε με τις ίδιες αξίες που μεγάλωσε κι αυτός, για να συνεχίσει τον αειφόρο αγώνα της πάλης με τη ζωή, που διαρκώς συνεχίζεται χωρίς τελειωμό.
Τον προβλημάτιζε όμως αρκετά η επιλογή του συντρόφου της ζωής του. Ήθελε η γυναίκα που θα παντρευόταν νά’ναι απ’ τον τόπο του, να μπορεί να τον καταλαβαίνει. Να μοιραστεί μαζί του σκέψεις κι αγωνίες. Να καταλαβαίνει τον πόνο του, τη νοσταλγία για την Πατρίδα, την αγάπη των δικών του, που του ’λειψαν όλα αυτά τα χρόνια και τόσα άλλα που μόνο μια γυναίκα απ’ την Ελλάδα θα μπορούσε να του προσφέρει.
Η Ρουμελιώτισσα θεια της μάνας μου, που τον παντρεύτηκε, τον πρωτόδε στη φωτογραφία ως υποψήφιο γαμπρό.
Μ’ένα εισιτήριο στο χέρι, τη φωτογραφία στις αποσκευές, έφυγε κι η ίδια για Αμερική, αναζητώντας καλύτερη τύχη, δίπλα στο λεβέντη της φωτογραφίας.
Σαράντα εννιά χρόνια έγγαμου βίου, του συμπαραστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο που μόνο μια Ελληνίδα ξέρει να προσφέρει στον άντρα της.
Απόκαμαν όμως, για ένα παιδί που δεν ήρθε, παρά τη συνδρομή των καλύτερων γιατρών.
Το πλήρες κείμενο του διηγήματος στο Βιβλίο «Κρουσταλάγματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΗΛΟΣ τηλ.: 210 9422075
Η επισκευή, δε θα του στοίχιζε παρά μόνο τα υλικά, αφού η εταιρεία που συμμετείχε του παρείχε τα εχέγγυα για σωστή και δωρεάν τακτοποίηση της υπόθεσης.
Τα χρόνια περνούσαν, η δουλειά είχε αποφέρει πιότερα απ’ αυτά που είχε στερηθεί στη πατρίδα και η ικανοποίηση της επιτυχίας επισκιαζόταν απ’ την ανεκπλήρωτη επιθυμία για δικιά του οικογένεια.
Η ζωή του μπεκιάρη δε ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, ο ρόλος του Έλληνα οικογενειάρχη ήταν μάλλον απωθημένο. Αδημονούσε να φτιάξει τη δικιά του φαμίλια, να φέρει στη γη κάτι απ’ τον εαυτό του, που θα το σμίλευε με τις ίδιες αξίες που μεγάλωσε κι αυτός, για να συνεχίσει τον αειφόρο αγώνα της πάλης με τη ζωή, που διαρκώς συνεχίζεται χωρίς τελειωμό.
Τον προβλημάτιζε όμως αρκετά η επιλογή του συντρόφου της ζωής του. Ήθελε η γυναίκα που θα παντρευόταν νά’ναι απ’ τον τόπο του, να μπορεί να τον καταλαβαίνει. Να μοιραστεί μαζί του σκέψεις κι αγωνίες. Να καταλαβαίνει τον πόνο του, τη νοσταλγία για την Πατρίδα, την αγάπη των δικών του, που του ’λειψαν όλα αυτά τα χρόνια και τόσα άλλα που μόνο μια γυναίκα απ’ την Ελλάδα θα μπορούσε να του προσφέρει.
Η Ρουμελιώτισσα θεια της μάνας μου, που τον παντρεύτηκε, τον πρωτόδε στη φωτογραφία ως υποψήφιο γαμπρό.
Μ’ένα εισιτήριο στο χέρι, τη φωτογραφία στις αποσκευές, έφυγε κι η ίδια για Αμερική, αναζητώντας καλύτερη τύχη, δίπλα στο λεβέντη της φωτογραφίας.
Σαράντα εννιά χρόνια έγγαμου βίου, του συμπαραστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο που μόνο μια Ελληνίδα ξέρει να προσφέρει στον άντρα της.
Απόκαμαν όμως, για ένα παιδί που δεν ήρθε, παρά τη συνδρομή των καλύτερων γιατρών.
Το πλήρες κείμενο του διηγήματος στο Βιβλίο «Κρουσταλάγματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΗΛΟΣ τηλ.: 210 9422075