Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Ο Μετανάστης

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Τον παρακολουθούσα με διερευνητικό βλέμμα προσπαθώντας να εκμαιεύσω κάτι απ’ την απύθμενη σοφία που του προσδίδουν τα τόσα χρόνια της ζωής του, και οι έντονες καταστάσεις που του σμίλεψαν την προσωπικότητα με χαρίσματα μοναδικά, ώστε να επιδιώκεις τη συντροφιά του, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας.
Μ’ένα επιδέξιο νεύμα κάλεσε τη σερβιτόρα να πλησιάσει για παραγγελία.
- «Τι θα σε τρατάρω;» Μου είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Δεν ήταν ούτε διαταγή, ούτε πρόσταγμα, ούτε παράκληση, ήταν μια ιδιαίτερη έκφραση που αφόπλιζε ασυζητητί τις όποιες αντιδράσεις, υπακούοντας μ’ ευχαρίστηση.
Αυτός, απολάμβανε το ρακί του, ρουφώντας πού και πού με βαθιές ρουφηξιές το καμπυλωτό τσιμπούκι του!
- «Μια πορτοκαλάδα…», είπα συγκαταβατικά!
- «Φέρε… κι από ’κείνο το γλυκό του κουταλιού, στο μικρό!» Είπε συμπληρώνοντας τη παραγγελία.
Η κοντόχοντρη καφετζού με τα τουρλωτά ¨καπούλια¨, έκανε μεταβολή δυο μέτρα πριν μας πλησιάσει, αφού άκουσε την παραγγελία. Την έτρωγε η περιέργεια! Τι να συζητάει ο πιτσιρικάς μ’ αυτό το γέρο-Αμερικάνο που συχνάζει τον τελευταίο καιρό στο καφενέ της!
Εκείνο τον καιρό βρισκόμασταν τακτικά, πότε στο καφενεδάκι της πλατείας και πότε στην αυλή του σπιτιού του, κάτω απ’ τη μεγάλη μουριά κι όλο κάποιες εμπειρίες απ’ τη ζωή του είχε να μου διηγηθεί!
Ήταν πρωινό ακόμα, ο παππούς συνήθιζε να κατεβαίνει στη μεγάλη πλατεία για καφέ ή το ρακί, αναλόγως τη διάθεση. Τακτικός θαμώνας στο παραδοσιακό καφενεδάκι, φυλλομετρούσε τις μέρες της ζωής του, ρουφώντας μ’ αδημονία το τσιμπούκι κι αφήνοντας πότε, πότε τις χάντρες απ’ το χοντρό μπεγλέρι, να βροντάει η μια πάνω στην άλλη.
Είμαι σίγουρος πως αυτός ο θόρυβος απ’ τις χάντρες, του συντόνιζε τον εσωτερικό ψυχισμό, ώστε νά’ναι πάντα συγχρονισμένη η γαλήνευση του προσώπου του μ’ αυτή τη μειλίχια διάθεση να σε καλοδεχτεί και να σου μιλήσει. Έπαιζε για να περάσει η ώρα, αναπολώντας τα περασμένα, κάνοντας ίσως αποτίμηση της πολυτάραχης ζωής του.
Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο της εποχής του, οι γνώσεις του αποκάλυπταν μορφωμένο άνθρωπο, αν κρίνω κι απ’ τον γραφικό του χαρακτήρα, έδειχνε ότι διέθετε μεγάλο καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο!
Πιότερο, όμως, από τον γραπτό, ο προφορικός του λόγος είχε αυτό το διαφορετικό που σε συνάρπαζε. Η αφηγηματικότητα και η χροιά της φωνής του, ήταν αυτά που σε συνδυασμό με τις καταστάσεις που διηγιόταν, σε κρατούσαν κολλημένο εκεί απέναντί του, να τον αφουγκράζεσαι αδιαμαρτύρητα για ώρες ολόκληρες, μέχρι που έχανες την αίσθηση του χρόνου.
Έτσι κι αλλιώς η αίσθηση του χρόνου μαζί του είχε σχετική έννοια, αφού τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του, συνέβησαν εκεί κοντά στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το ξεδίπλωμα απ’το παραμύθι της ζωής του, γινόταν κάθε φορά και πιο συναρπαστικό. Κι εγώ, φυλάκισα βαθιά στο μυαλό μου εικόνες απ’τις αφηγήσεις του γέροντα.
Σαλπάρισε σε νεαρή ηλικία με το «Πατρίς», της Εθνικής Ατμοπλοΐας των αδελφών Εμπειρίκου, που κυριαρχούσε τότε στις υπερωκεάνιες γραμμές Πειραιάς – Νέα Υόρκη, για να βρεθεί μετανάστης στην Αμερική.
Ταξίδι μαγικό, φορτωμένο με χιλιάδες όνειρα, για μια ζωή που υποσχόταν να προσφέρει όλα τα αγαθά στη νέα γη της επαγγελίας, όπως διαλαλούσαν οι ατζέντηδες, ή οι μεσίτες μετανάστευσης, όπως ονομάζονταν επίσημα το επάγγελμα τους. Επάγγελμα που ανθούσε εκείνα τα χρόνια, για να παροτρύνουν την μετανάστευση στις υπερπόντιες χώρες.
Πολύ περισσότερο απ’ τις υποσχέσεις των ατζέντηδων, ήταν η χρόνια δυσπραγία που ταλάνιζε τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό της χώρας μας και η μιζέρια με τις συχνές σιτοδείες απ’ τις αγροτικές καταστροφές, αλλά και η ανεξέλεγκτη τοκογλυφία των μεγαλοτσιφλικάδων με την ανοχή του επισήμου κράτους, που στη δύση της ζωής τους έκαναν και κάποιες δωρεές για να ακούγεται μεταθανάτια το όνομά τους και να τους θυμούμαστε ως εθνικούς ευεργέτες. Αυτούς, που πρώτα ρούφηξαν τον ιδρώτα και το αίμα των κολίγων κι όσων δε βρήκαν το κουράγιο και το θάρρος του γέροντα ν’ αναζητήσουν καλλίτερη τύχη στα ξένα.
Γιος κολίγου κι ο ίδιος, ένιωσε στο πετσί του το ζήτημα των τσιφλικιών που ταλαιπώρησε τον αγροτικό πληθυσμό του θεσσαλικού κάμπου. Έφηβος ακόμα πρωτοστάτησε της εξέγερσης των κολίγων με αποκορύφωμα τις αιματηρές συγκρούσεις το Μάρτιο του 1910 στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Κιλελέρ, ένα χωριουδάκι μεταξύ Βόλου και Λάρισας, όταν μια ίλη ιππικού προσπάθησε να αποτρέψει τους εξεγερμένους αγρότες να επιβιβαστούν στο τραίνο για τη Λάρισα, όπου γινόταν το μεγάλο συλλαλητήριο των αγροτών κατά των τσιφλικάδων και της πολιτικής της κυβέρνησης Δραγούμη.
Ο πατέρας του, είχε εγκαταλείψει το τσελιγκάτο της οικογένειας των Σαρακατσάνων για τα μαύρα μάτια της Καραγκούνας μάνας του, που το θάμπωσε σαν την πρωτόδε στο παζάρι στη Λάρισα. Άφησε τα βουνά των Αγράφων και τη ζωή των Σαρακατσάνων, για να γίνει κολίγος στο θεσσαλικό κάμπο, για χάρη της γυναίκας της ζωής του.
Δεν είχε τίποτα περισσότερο να προσφέρει στα παιδιά του, παρά την ίδια ζωή που έκανε κι ο ίδιος, παλεύοντας με τα χωράφια στο κάμπο. Αυτή η απέραντη πεδιάδα που την πότιζε καθημερινά με ιδρώτα και αίμα, προσμένοντας καρτερικά τα γεννήματα, παρακαλώντας το Θεό να το φυλάξει από πλημμύρες και θεομηνίες.
Θυμήθηκε τη δικιά του απόφαση να εγκαταλείψει το τσελιγκάτο, για να πάει σώγαμπρος. Άφησε την αδέσμευτη ζωή του τσέλιγκα. Αφεντικό στον εαυτό του, αυτός, το κοπάδι, τα βουνά και ο Θεός, για να γίνει κολίγος και να βλέπει να του μοιράζονται το Βιο οι τσιφλικάδες. Δεν ήθελε με τίποτα την ίδια ζωή για τα παιδιά του και ιδιαίτερα για τούτο το γιο.
Το στίγμα του ανένταχτου, κόντρα στους ισχυρούς της εποχής του, συμπαρέσυρε και το γιο του σε δύσκολες καταστάσεις. Παρά το γεγονός ότι έπαιρνε τα γράμματα, δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον κάνει γιατρό ή τέλος πάντων επιστήμονα και να φύγει απ’ τη μιζέρια της φτώχιας του χωριού. Ο ξενιτεμός ήταν επιλογή του νεαρού και οι δικοί του δεν είχαν το κουράγιο να τον αποτρέψουν.
- «Να πάς γιε μου… όπουνε καλά! Τούτη η γη δεν μπορεί να μας θρέψει όλους, και κολίγους κι αφεντάδες! Αρκεί να φυλάς τη πίστη σου και να μην αδικέψεις κανένα, όπου κι αν βρεθείς! Όσο για μας, θα πορευτούμε μ’αυτά που μας δίνει ο Θεός». Ήταν η ορμήνια του πατέρα.
Η μάνα, όμως, όπως κάθε μάνα, δάκρυζε στη σκέψη και μόνο του ξενιτεμού. Έβλεπε κι η ίδια, πως εδώ δε γινόταν χαΐρι! Και τούτο το παιδί, είχε ξεχωριστά χαρίσματα. Συνδύαζε την απλότητα με τη μεγαλοπρέπεια, την τρυφερότητα με την επιβλητικότητα, τη δροσιά με τη θέρμη. Ηγέτης απ’ τα γεννοφάσκια του. Ακόμα και στις αλάνες της γειτονιάς, οι συνομήλικοι το θεωρούσαν αρχηγό τους στο παιχνίδι και στις σκανταλιές, ήταν απ’ αυτούς που αναλάμβαναν πλήρως τις ευθύνες των αποφάσεων και των πράξεών τους, ποτέ δεν αποποιούταν τις ενέργειές του, έστω και αν αυτές επέσυραν κάποια τιμωρία.
.......
*
Στην αναμόχλευση των αναμνήσεων των πρώτων χρόνων μετανάστευσης, άφηνε πού και πού να βγαίνει βαθιά απ’ τα σωθικά του ένας υπόκωφος αναστεναγμός, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο εκεί στο βάθος του ορίζοντα. Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν αναστεναγμοί νοσταλγίας, γι’αυτά που έζησε στη νιότη του, ή αγανάκτησης για τις ταλαιπωρίες που τράβηξε μέχρι να ορθοποδήσει.
Συνήθιζα να μη το διακόπτω με ερωτήσεις, όχι μόνο από σεβασμό που σίγουρα το δικαιούταν, αλλά περισσότερο τον άφηνα να ξεδιπλώνει αβίαστα τ’ όνειρο. Ίσως έτσι ταξίδευα κι εγώ συνταυτιζόμενος μαζί του, λαθρομετανάστης της φαντασίας μου συνοδοιπόρος στ’ όνειρο της επιτυχίας.
.........
Το δεύτερο κιόλας χρόνο παραμονής του στη Νέα Υόρκη του δόθηκε άλλη μια ευκαιρία που την εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο. Ένα εγκατελημένο παλιό δίπατο ξύλινο σπίτι, βικτοριανής κατασκευής, πουλιόταν σε προσιτή τιμή. Η ηλικιωμένη Αγγλίδα ιδιοκτήτρια, ενθουσιάστηκε απ’ τον ευθυτενή Έλληνα μετανάστη με τους ευγενικούς τρόπους και υποσχέθηκε αρκετές διευκολύνσεις για να γίνει αυτός ο νέος ιδιοκτήτης.
Η επισκευή, δε θα του στοίχιζε παρά μόνο τα υλικά, αφού η εταιρεία που συμμετείχε του παρείχε τα εχέγγυα για σωστή και δωρεάν τακτοποίηση της υπόθεσης.
Τα χρόνια περνούσαν, η δουλειά είχε αποφέρει πιότερα απ’ αυτά που είχε στερηθεί στη πατρίδα και η ικανοποίηση της επιτυχίας επισκιαζόταν απ’ την ανεκπλήρωτη επιθυμία για δικιά του οικογένεια.
Η ζωή του μπεκιάρη δε ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, ο ρόλος του Έλληνα οικογενειάρχη ήταν μάλλον απωθημένο. Αδημονούσε να φτιάξει τη δικιά του φαμίλια, να φέρει στη γη κάτι απ’ τον εαυτό του, που θα το σμίλευε με τις ίδιες αξίες που μεγάλωσε κι αυτός, για να συνεχίσει τον αειφόρο αγώνα της πάλης με τη ζωή, που διαρκώς συνεχίζεται χωρίς τελειωμό.
Τον προβλημάτιζε όμως αρκετά η επιλογή του συντρόφου της ζωής του. Ήθελε η γυναίκα που θα παντρευόταν νά’ναι απ’ τον τόπο του, να μπορεί να τον καταλαβαίνει. Να μοιραστεί μαζί του σκέψεις κι αγωνίες. Να καταλαβαίνει τον πόνο του, τη νοσταλγία για την Πατρίδα, την αγάπη των δικών του, που του ’λειψαν όλα αυτά τα χρόνια και τόσα άλλα που μόνο μια γυναίκα απ’ την Ελλάδα θα μπορούσε να του προσφέρει.
Η Ρουμελιώτισσα θεια της μάνας μου, που τον παντρεύτηκε, τον πρωτόδε στη φωτογραφία ως υποψήφιο γαμπρό.
Μ’ένα εισιτήριο στο χέρι, τη φωτογραφία στις αποσκευές, έφυγε κι η ίδια για Αμερική, αναζητώντας καλύτερη τύχη, δίπλα στο λεβέντη της φωτογραφίας.
Σαράντα εννιά χρόνια έγγαμου βίου, του συμπαραστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο που μόνο μια Ελληνίδα ξέρει να προσφέρει στον άντρα της.
Απόκαμαν όμως, για ένα παιδί που δεν ήρθε, παρά τη συνδρομή των καλύτερων γιατρών.
Το πλήρες κείμενο του διηγήματος στο Βιβλίο «Κρουσταλάγματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΗΛΟΣ τηλ.: 210 9422075

ΚΕΛΕΥΣΤΗΣ ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ

Η θάλασσα, ήταν για μένα, πιο πολύ αυτό τ’ απαλό μπλε χρώμα στο χάρτη του σχολείου μου, παρά το ίδιο το υγρό στοιχείο.
Όταν ο δάσκαλος έδειχνε προς το μπλε, στο χάρτη που ’ταν κρεμασμένος δίπλα στην έδρα, για να επισημάνει κάποιο πέλαγος, μ’ αυτή τη μεγάλη βέργα που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι της δεκαετίας του ’60, άλλοτε για να μας διαπαιδαγωγήσουν κι άλλοτε να μας συνετίσουν από διάφορες παιδικές σκανταλιές, το μυαλό μου πετούσε.
- «Όλο αφηρημένος είσαι εσύ, στο μάθημα της γεωγραφίας!» μου’λεγε με αυστηρό ύφος.
- «Προσέχω, προσέχω, Κύριε!!» έλεγα τρομαγμένος, αλλά το μυαλό μου πετούσε πέρα μακριά κι αναρωτιόμουν…! «Πόσο δύσκολο είναι να ζεις σε νησί;» Δε θα ’θελα με τίποτα, να ήμουν ναυτικός!
Αν και η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα δεν απέχει παραπάνω από δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά της, τα μέσα μεταφοράς της εποχής μου, αλλά κι η αγροτική ζωή των γονιών μου, δε με ’φερναν συχνά σ’ επαφή μαζί της. Έτσι, εξοικειωμένος πιότερο με τα βουνά της πατρίδος μου, αδυνατούσα, τότε, να συλλάβω το ερωτικό κάλεσμα που μ’ απηύθυνε κάθε φορά που βρισκόμουνα κοντά της.
Το φλερτάρισμα γινόταν πάντα από μέρος της, επιστρατεύοντας κάθε φορά κι ένα απ’ τα άπειρα κάλλη της, π’ άρχιζα σιγά-σιγά, με το πέρασμα του χρόνου, να τα συνειδητοποιώ…, να τ’ αναγνωρίζω και να με γοητεύουν.
Τη μια, ήταν αυτή η γλυκιά μυρουδιά απ’ το ιώδιο που μου κατέκλυζε τα ρουθούνια, σαν ρουφούσα μ’ αδημονία τον αγέρα που’ρχόταν φουριόζος απ’ το πέλαγος. Την άλλη, η γεύση της αλμύρας που μου ’μεινε στα χείλη, ή ο απόηχος απ’ το κύμα, που ’σκαγε στην ακρογιαλιά, άλλοτε απαλός-απαλός σαν θρόισμα, άλλοτε με υπόκωφο πλατσούρισμα κι άλλοτε βαρύς, φοβερίζοντας κι αφρίζοντας.
Το πρώτο σφικταγκάλιασμα με την κοπέλα της ζωή μου, σε πανέμορφη ακρογιαλιά. Η λαγνεία για το γυναικείο κορμί στ’ αποκορύφωμα, την ώρα που η γαλάζια Καλλονή έκλεινε στην αγκαλιά της το δικό της εραστή! Αυτόν το ροδοκόκκινο δίσκο, που’σβηνε κυριολεκτικά μέσα της, γεμίζοντας το σημείο του ορίζοντα με πάμπολλες αποχρώσεις! Εναλλαγές, του ροζ, του κόκκινου και του πορτοκαλιού! Φτερούγιζα συνεπαρμένος στα ουράνια, μη μπορώντας να διαχωρίσω τι είναι αυτό που με συγκινούσε περισσότερο. Έσφιγγα στην αγκαλιά μου την κοπέλα κι ήμουν σίγουρος πως τις αγαπούσα και τις δυο εξίσου!

.......

Το πλήρες κείμενο του διηγήματος στο Βιβλίο «Κρουσταλάγματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΗΛΟΣ τηλ.: 210 9422075

Άμφισσα - η Κόρη του Μάκαρος


Άμφισσα, θυγατέρα του Μάκαρος, εγγονή του Αίολου και ερωμένη του Απόλλωνα, έδωσε το όνομά της στην αρχαία πόλη των Εσπερίων ή Οζολών Λοκρών, που βρισκόταν στο ίδιο σημείο με τη σημερινή σύγχρονη Άμφισσα.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η πόλη έλαβε του όνομά της γιατί περικλείεται από πανύψηλα βουνά «Άμφισσα ωνομάσθη δια το όρεσιν περιέχεσθαι». Και δεν είναι υπερβολή. Ο σημερινός ταξιδιώτης από τη βόρεια προς τη νοτιοδυτική Ελλάδα, ή το λιμάνι της Πάτρας κι αντίστροφα, θα τη συναντήσει στην καρδιά της κεντρικής Ρούμελης, περικλιόμενη απ’ τους ορεινούς όγκους της Γκιώνας (2510μ.) και του Παρνασσού, που αποτελούν την ακροστιχίδα του κεντρικού κορμού της οροσειράς της Πίνδου.
Πρωτεύουσα του σημερινού Νομού Φωκίδας και της επαρχίας Παρνασσίδος έχει το δικό της χρώμα στην παλέτα του Ελληνικού Πανοράματος. Τα λείψανα των κυκλώπειων τειχών με τα οποία είναι κτισμένη η ακρόπολή της που δεσπόζει επιβλητικά πάνω απ’ τη σημερινή πόλη, μαρτυρούν την αρχαιότατη ακμάζουσα ιστορία με την οποία είναι φορτωμένη η πόλη, μια ιστορία που εμπλουτίστηκε στο διάβα του χρόνου κι ύφανε με περίσσια τέχνη το αιματοβαμμένο δαντελωτό γιορντάνι της ελευθερίας που στολίζει τους αγώνες των Ελλήνων κατά πάσης φύσεως κατακτητών.
Από τον 7ο π.Χ. αι. η Άμφισσα φαίνεται πως οργανώνεται ως Πόλη-Κράτος με ανοδική και ακμάζουσα πορεία στην ανάπτυξη της τέχνης και του εμπορίου, μια ακμή που διατήρησε μέχρι τους χρόνους του Βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου.
Στους αποκαλούμενους Πελοποννησιακούς Πολέμους (431-404 π.Χ.) η Άμφισσα είχε ταχθεί με το μέρος των Σπαρτιατών εναντίον των Αθηναίων. Η πόλη γνώρισε την πρώτη της καταστροφή από το Φίλιππο τον Μακεδόνα, κατά τη διάρκεια του τρίτου Ιερού πολέμου, όταν ο Φίλιππος με το στρατό του, καλεσμένος από το Αμφικτιονικό Συνέδριο, επέδραμε κατά της πόλης καταστρέφοντας την αρχαία ακρόπολή της, σ’ αντίποινα επειδή οι Αμφισσείς καλλιεργούσαν αυθαίρετα κτήματα στο Κρισσαίο Πεδίου που άνηκαν στη δικαιοδοσία του Αμφικτιονικού Συνεδρίου και του Μαντείου των Δελφών.
Πάραυτα όμως, η πόλη επανοικοδομήθηκε αργότερα και συμμάχησε με την ισχυρή και ακμάζουσα τότε Αιτωλική Συμπολιτεία, της οποίας αποτέλεσε μία απ’ τις σπουδαιότερες πόλης της. Αντιτάχθηκε με επιτυχία στις βαρβαρικές επιδρομές των Γαλάτων του Βρέννου το 279 π.Χ. καθώς και αργότερα το 190 π.Χ. στις επελάσεις των Ρωμαίων υπό τον ύπατο Μάνιο Ακίλιο Γλαβριώνα που δεν κατάφερε να εκπορθήσει την πόλη. Στα χρόνια του Αυγούστου (31π.Χ. – 14μ.Χ.) ήταν η μόνη ελεύθερη πόλη της αρχαίας Ελλάδος. Εκείνη την εποχή γνώρισε μεγάλη ακμή αυξάνοντας τον πληθυσμό της λόγω της μετοίκησης πολυάριθμων Αιτωλών που δεν θέλησαν να υπακούσουν την διαταγή του Οκτάβιου Αύγουστου να οικίσουν την Νικόπολη που ίδρυσε το 27π.Χ. και προτίμησαν να μετοικήσουν στην Άμφισσα.
Μέχρι την επικράτηση της Βυζαντινής κυριαρχίας, η πόλη δέχθηκε επιδρομές Βησιγότθων, Ούννων και άλλων λαών, έως τα τέλη του 10ου αι. που ερημώθηκε από τις επιδρομές των Βουλγάρων επί Σιμεών, αλλά κυρίως απ’ τις επιδρομές του Τσάρου Σαμουήλ.
Απ’ τα μεσαιωνικά χρόνια η πόλη αλλάζει ονομασία και αναφέρεται με το όνομα Σάλωνας. Σύμφωνα με τους μελετητές της τοπικής ιστορίας η ονοματοδοσία επιδέχεται δύο ερμηνείες. Κατά την πρώτη ερμηνεία, το όνομα Σάλωνας, το πήρε από τους Δαλματούς του Σάλωνα που πιθανών εποίκησαν την περιοχή και έδωσαν στην πόλη το όνομα Σάλωνας σε ανάμνηση της πατρίδας τους.
Η δεύτερη ερμηνεία της ονοματοδοσίας Σάλωνα, ανάγεται στα χρόνια της Δ΄ σταυροφορίας, όταν οι Λατίνοι κατέλυσαν το Βυζάντιο και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Η πόλη της Άμφισσας περιήλθε στην δικαιοδοσία του Βασιλιά της Θεσσαλονίκης του Βονιφάτου του Μομφερατικού, ο οποίος σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα της τότε Ευρώπης, ίδρυσε στην περιοχή τη «Βαρωνεία ή Αυθεντία των Σαλώνων» ως παραφθορά της λέξης Θεσσαλονίκη ή Σαλονίκη (SULA, SOLE, SOLONA) και διόρισε Αυθέντη των Σαλώνων το Γάλλο ιππότη Θωμά Στρομονκούρ.
Έκτοτε και μέχρι τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους αναφέρεται με την ονομασία Σάλωνας (τα Σάλωνα ή ο Σάλωνας).
Μετά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, η οποία διήρκεσε από το 1204 έως το 1311 ακολουθεί μια μακρά περίοδο Καταλανικής κυριαρχίας, με πρώτο Καταλανό ηγεμόνα τον ιππότη Ρογήρο Δελώρ, τον οποίο διαδέχθηκε ο Αλφόνσος Φρειδερίκος της Αραγώνας και η δυναστεία του.
Η ταραγμένη, από κάθε άποψη, περίοδο του Μεσαίωνα, θέλει αρχικά το Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ να γίνεται κυρίαρχος της πόλης των Σαλώνων στα 1394, για κάποιο διάστημα, ενώ οριστικά οι Τούρκοι κατακτούν την περιοχή από το 1445, με μία περίοδο Βενετοκρατίας από το 1687 έως το 1698, όπου ο Βενετός Φραγκίσκος Μοροζίνης έγινε κυρίαρχος της περιοχής. Στα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας πολλές προεπαναστατικές ενέργειες ξεκίνησαν απ’ την περιοχή των Σαλώνων.
Η συμβολή των Σαλώνων (Άμφισσας) κατά την επανάσταση του γένους των Ελλήνων το 1821, για την αποτίναξη των Τούρκων δυναστών και την αναγέννηση του έθνους, είναι ίσως από τις πιο σημαντικές, αφού η πόλη αποτελούσε το κομβικό σημείο για τον έλεγχο της Στερεάς Ελλάδος και την αναχαίτιση των τουρκικών ορδών που κατευθύνονταν απ’ τα βόρεια προς τη Ρούμελη και την Πελοπόννησο.
Το πρώτο πανελλαδικά κάστρο που πέφτει στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων, είναι το κάστρο των Σαλώνων, όπου, οι πολιορκημένοι Τούρκοι, απ’ τα παλικάρια του γέρο-Πανουργία, παραδίδουν το κάστρο στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα της Λαμπρής. Είναι το πρώτο Πάσχα που γιορτάζουν λεύτεροι οι Έλληνες μετά από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς.
Η μορφή του αδικημένου απ’ την ιστορία Δεσπότη Σαλώνων Ησαΐα, του μοναδικού ιεράρχη που πέφτει μαχόμενος στο πεδίο της μάχης κατά των Τούρκων «Για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία» είναι αυτή που έδωσε δύναμη κι αντρειοσύνη στους επαναστατημένους ραγιάδες να αψηφήσουν το θάνατο και να κατορθώσουν το ακατόρθωτο.
Για το Δεσπότη Σαλώνων Ησαΐα, έχουμε ασφαλείς πληροφορίες πως προέβη σε τελετή έναρξης της επανάστασης, αρχικά στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά και στις 27 Μαρτίου 1821 στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία κοντά στην Άμφισσα. Δυστυχώς ο Φαναριότης-«Πελοποννήσιος» Παπαρηγόπουλος κατασκεύασε την τελετή έναρξης της επανάστασης στα Καλάβρυτα, από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, όταν ο ίδιος ο Γερμανός, στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως την περίοδο εκείνη βρισκόταν στην Πάτρα και παραγκώνισε την προσφορά και τη θυσία του Δεσπότη Σαλώνων Ησαΐα (Η καταγραφή του Παπαρηγόπουλου πέρασε στα σχολικά βιβλία και μαθαίνουν λαθεμένη ιστορία τα Ελληνόπουλα).
Με την ανασύσταση του νέο-Ελληνικού Κράτους η πόλη παίρνει ξανά την παλαιά της ονομασία, Άμφισσα, ωστόσο όμως και η ονομασία Σάλωνας συνδέθηκε αρκετά με τους αγώνες του γένους για ελευθερία.
Η Λαϊκή μούσα τραγούδησε τη λεβεντιά, το κάλος, την παλικαριά και παίνεψε την πόλη με δύο πολύ ξακουστά δημοτικά τραγούδια, σε ρυθμό τσάμικο χορό όπως: το, «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρισσό Κριάρια» ή το, «Να ’μουν ελιά στα Σάλωνα και κλήμα στη Βοστίτσα». (Βοστίτσα=Αίγιο)
Η συμβολή της πόλης και της περιοχής της, στη νέο-Ελληνική ιστορία είναι εξίσου σημαντική, αφού η ανταρτομάνα Ρούμελη ξεσήκωσε για μια ακόμα φορά το πατριωτικό μένος των Ελλήνων κατά των πρόσφατων κατακτητών, με την Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων κατά των Ιταλογερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Απ’ τα βουνά της Γκιώνας και του Παρνασσού ξεκίνησε ο ΕΛΑΣ του Άρη Βελουχιώτη και το 5/42 Σύνταγμα του θρυλικού Συνταγματάρχη Ψαρρού, γράφοντας νέες σελίδες δόξης, πριν «Η διχόνοια που κρατάει ένα σκήπτρο η δολερή…» όπως γράφει κι ο εθνικός μας ποιητής, αμαυρώσει και υποβάθμισε το τεράστιο οικοδόμημα που επιτεύχθηκε στα βουνά της Ρούμελης, με πάμπολλες θυσίες, στερήσεις και παλλαϊκή συμμετοχή ενός λαού που δε σκύβει εύκολα το κεφάλι.
Σήμερα η Άμφισσα είναι μια μικρή σύγχρονη επαρχιακή πόλη, που σαν πρωτεύουσα του Νομού Φωκίδος διαθέτει όλες τις κρατικές υπηρεσίες που εξυπηρετούν τους δέκα χιλιάδες περίπου κατοίκους του Δήμου Άμφισσας, καθώς και τους Φωκείς που συναλλάσσονται μ’ αυτές.
Η πνευματική κίνηση που αναπτύσσεται είναι εξίσου σημαντική και η πόλη διαθέτει μία απ’ τις πιο άρτιες βιβλιοθήκες της χώρας, με σπάνιες εκδόσεις, που αποτελούν υλικό για ερευνητές, αλλά είναι και ενημερωμένη από νέες εκδόσεις.
Η άμεση πρόσβαση της πόλης προς τη θάλασσα, μόλις δέκα χιλιόμετρα από το επίνειο της, την Ιτέα και η άνετη πρόσβαση στα πανέμορφα βουνά, τη Γκιώνα και το χιονοδρομικό κέντρο του Παρνασσού, προσδίδουν ισχυρά πλεονεκτήματα στους κατοίκους της πόλης και σ’ αυτούς που θέλουν να την επισκεφτούν για ψυχαγωγικό τουρισμό.
Αξιοθέατα που μπορεί να επισκεφτεί κανείς στην πόλη είναι:
Το Αρχαιολογικό Μουσείο, που στεγάζεται στο παλαιό αρχοντικό του Αρείου Πάγου Σαλώνων και περιλαμβάνει αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα της πόλης και της περιοχής, καθώς και πλούσια αρχαίων νομισμάτων, ελληνικών χρόνων, ρωμαϊκών, ελληνορωμαϊκών, βυζαντινών, μεσαιωνικών, τουρκοκρατίας και νεοτέρων χρόνων.
Την Ακρόπολη της Άμφισσας (το περίφημο κάστρο των Σαλώνων) με κτίσματα τριών διακεκριμένων ρυθμών οικοδομικής τεχνικής: ελληνικού, ρωμαϊκού, βυζαντινού, καθώς και κατά διαστήματα συναντώνται ογκόλιθοι πελασγιακής εποχής.
Το παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο, που αποτελείται από κυκλική αίθουσα πρώιμης βασιλικής με μωσαϊκό δάπεδο και άριστο υδραυλικό σύστημα αποχέτευσης, το οποίο ανάγεται κατά τον 3ο και 4ο μ.Χ. αιώνα, που είναι μοναδικό για την περιοχή της Κεντρικής Ελλάδος.
Ο βυζαντινός ναός του Σωτήρος Χριστού, είναι κτισμένος σε απότομη πλαγιά Β.Δ της πόλης. Χρονολογείται στον 11ο αιώνα μ.Χ. και είναι ένα άριστα διατηρημένο βυζαντινό μνημείο, λειτουργικό ως σήμερα.
Η συνοικία Χάρμαινα, όπου υπάρχει ο οικισμός των ταμπάκηδων ή αλλιώς βυρσοδεψών, με κτίσματα του 17ου αι. μ.Χ. όπου ανθούσε η παραγωγή δερμάτων, αποτελεί σήμερα διατηρητέο οικισμό μοναδικό στην Ελλάδα.
Πέραν των πολλών αξιόλογων αρχαιολογικών ευρημάτων, που αναμφίβολα είναι άξια θαυμασμού, αξίζει επίσης να επισκεφτεί κανείς την πόλη, το τελευταίο Σάββατο της αποκριάς, όπου αναβιώνει ο θρύλος του «Στοιχειού της Χάρμαινας» και τα φαντάσματα των ταμπάκηδων της πόλης περιπλανώνται στους δρόμους και τα σοκάκια της πάλε ποτέ ακμάζουσας συνοικίας. Όπως επίσης αξίζει να επισκεφτεί κανείς την πόλη το Πάσχα τη «Λαμπρή των Ελλήνων», όπου έχει ιδιαίτερο χρώμα στη Ρούμελη, με το ψήσιμο του οβελία στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης από κάθε οικογένεια.
Τελειώνοντας τη σύντομη αναφορά μου στην πόλη, να υπενθυμίσω σ’ όλους, πως το πανέμορφο δάσος με τα λιόδεντρα, το στολίδι του κάμπου της Άμφισσας, αποτέλεσε το ενέχυρο των Ελλήνων στα 1824 για τα «περίφημα» δάνεια της Αγγλίας, που ακόμα δε γνωρίσω αν τα έχουμε ξεπληρώσει.

Η ΘΥΣΙΑ (Μακεδονικός Αγώνας 1904-1908)

Καθώς ζύγωναν στο χωριό, βαδίζοντας σκυφτοί μεσ’ το σκοτάδι, σε φάλαγγα κατ’ άνδρα, ο Νικόλας Κανούτας διαισθανόταν πως κάτι σημαντικό θα τους συνέβαινε εκείνη την ανοιξιάτικη βραδιά. Ήταν νύχτα 7 προς 8 Μαΐου του 1907, η ομάδα των Ελλήνων ανταρτών βρισκόταν στο δρόμο για το Παλιοχώρι, που απείχε δέκα λεπτά με τ’άλογο απ’ το Καλιάρι. Πήγαιναν να εκτελέσουν τη διαταγή του αρχηγού.
Ο Νικόλας, στα είκοσι οκτώ του χρόνια, ήταν ήδη ένας μπαρουτοκαπνισμένος αντάρτης στο σώμα του καπετάν Παυλή, του ξακουστού οπλαρχηγού Παύλου Γύπαρη που πολεμούσε για τη λευτεριά της μακεδονικής γης, που μέχρι τότε ήταν, του Σλάβου τ’ όνειρο και του Ρωμιού η λαχτάρα.
Παράτολμος στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων ανταρτών, κατά των Τούρκων και Βουλγάρων κομιτατζήδων που καταδυνάστευαν το ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας. Διακρινόταν για την μαχητική του ικανότητα και την αφοσίωση του στον αρχηγό. Παν’ απ’ όλα έμπιστος. Ήταν το δεξί χέρι του αρχηγού καθώς μιλούσε καλά τη τουρκική γλώσσα.
Στα δώδεκά του χρόνια τον είχαν στείλει οι γονείς του στην Κωνσταντινούπολη να δουλέψει, αρχικά στα Ταυτάλα της Πόλης, ως βοηθός μπακάλη κι αργότερα, σαν ανδρώθηκε λιγάκι, ακολούθησε το μπουλούκι των συγχωριανών του απ’ το Τσούρχλι Γρεβενών, στην Πρίγκιπο, το μεγαλύτερο απ’ τα Πριγκιποννήσια, όπου έμαθε την τέχνη του μάστορα που τ’ απέδιδε περισσότερα χρήματα, πριν τα παρατήσει όλα για να ενταχθεί ως αντάρτης στο Μακεδονικό Αγώνα.
Βάδιζε πίσω απ’ τον καπετάνιο του, ανάλαφρα σαν το αιλουροειδές, πατώντας από πέτρα σε πέτρα ώστε να μην κάνουν τον παραμικρό θόρυβο στη στράτα που διάβαινε οι πρόκες απ’ τα τσαρούχια πάνω στα χαλίκια κι από πίσω ακολουθούσε, κατά τον ίδιο τρόπο, το υπόλοιπο τμήμα. Είχε συνηθίσει να βλέπει στο σκοτάδι με το φως του έναστρου ουρανού. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί σα της κουκουβάγιας που βγήκε νυχτιάτικα για κυνήγι. Διερευνούσε το τοπίο τριγύρω, προσέχοντας μη γίνουν αντιληπτοί στους Βούλγαρους και χαλάσει η «δουλειά».
Η διαταγή του καπετάν Παυλή, ήταν σαφής.
- «Καπετάν Φούφα, καπετάν Ζάκα! πάρτε τα παλικάρια και τραβάτε απόψε στο Παλιοχώρι, να πιάστε αυτό το παλιόσκυλο το Μήτρο Βλάχο, το θέλω ζωντανό ή νεκρό!»
Οι πληροφορίες που’χε συγκεντρώσει το αντάρτικο σώμα του καπετάν Γύπαρη, για το Βούλγαρο κομιτατζή Μήτρο Βλάχο απ’ την Πλιάσα Κορυτσάς, ήταν άκρως επιβαρυντικές για αυτόν. Μαζί με μερικούς δικούς του, είχε επιδοθεί σ’ανελέητο κυνηγητό των Ελλήνων της δυτικής Μακεδονίας, τρομοκρατώντας και σκοτώνοντας αρκετούς που δεν προσχωρούσαν στη Βουλγαρική Εξαρχία κι έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Απ’ τις 10 Μαρτίου του 1870 που ο Σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο αναγνώριζε -στο Βιλαέτι του Δούναβη- βουλγαρική Εξαρχία, στην οποία υπήχθησαν οι μητροπόλεις βόρεια του Αίμου που αποσχίσθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το ευρωπαϊκό αυτό έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε γίνει το άντρο του βουλγαρικού εθνικισμού.
Το όνειρο του πανσλαβισμού για δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αιγαίου, έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, η οποία επιβλήθηκε ως συνέπεια του νικηφόρου -για τους Ρώσους- ρωσοτουρκικού πολέμου κι ολόκληρη η Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, περιήλθε στους Βούλγαρους. Αν και η συνθήκη ανακλήθηκε με το συνέδριο του Βερολίνο το 1881, ωστόσο, η ίδρυση Βουλγαρικού Πριγκιπάτου, ως υποτελές στο Σουλτάνο, παρέμεινε ο εθνικιστικός πόλος του πανσλαβισμού.
Με προπέτασμα τη σχισματική εκκλησία, οι Βούλγαροι, προσπαθούσαν να διεκδικήσουν την κυριαρχία στα βιλαέτια του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης, σε βάρος κυρίως του ελληνικού στοιχείου.
Η κατάσταση για τους Έλληνες της Μακεδονίας είχε επιδεινωθεί μετά τη βουλγαρική επανάσταση του Ίλιντεν, ανήμερα του Προφήτη Ηλία το 1903.
Το προσκλητήριο της ελευθεροφροσύνης για τους Έλληνες, το σάλπισαν πρώτα οι απλοί αγράμματοι γηγενείς Μακεδόνες, που βγήκαν καπεταναίοι στα βουνά της πατρίδας τους, για να προστατέψουν τους ομοεθνείς τους απ’ τις επιδρομές των Βούλγαρων κομιτατζήδων.
Τα μεγάλα όνειρα για λευτεριά στις αλύτρωτες πατρίδες συνωστίζονταν και στις καρδιές αγνών Ελλήνων αξιωματικών της ελεύθερης Ελλάδας, οι οποίοι ατένιζαν μ’ελπίδα το μέλλον, χωρίς μιζέριες και πισωγυρίσματα άκουσαν το σάλπισμα του Μακεδονικού Αγώνα κι αρκετοί απ’ αυτούς, με περίσσια αυτοπεποίθηση, βγήκαν στο τούρκικο να οργανώσουν τον ένοπλο αγώνα, για ν’ ανασάνει ελεύθερα ο υπόδουλος ελληνισμός.
Οι καπεταναίοι, Φούφας και Ζάκας δεν έχασαν στιγμή, μάζωξαν τους αντάρτες που θα’παιρναν μαζί τους και κίνησαν για το Παλιοχώρι, όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Βούλγαρος κομιτατζής βρισκόταν στο σπίτι της αγαπητικιάς του.
Οι φιγούρες των γραικομάνων ανταρτών, όπως τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι, διέσχιζαν σα φαντάσματα το πυκνό σκοτάδι, με το ντουλαμά και τη φουστανέλα ν’ ανεμίζει σα φλάμπουρο στο ελαφρύ αεράκι που κατέβαινε απ’ το Άσκιο Όρος.
Μόλις πλησίασαν στο χωριό, ο καπετάν Φούφας έδωσε τις τελευταίες διαταγές.
- «Κανούτας, Σούλιος, Κάσος, τραβάτε να μπλοκάρετε το Καρακόλι και να μην αφήστε τους ζαπτιέδες να ξεμυτίσουν! Να σιγουρέψουμε το κεφάλι μας από δαύτους! Καπετάν Ζάκα πάρε τους δικούς σου και μπλόκαρε τη στράτα απ’ το Καλιάρι, μην μας έρθουν από εκεί ζαπτιέδες! Κι εγώ με τους δικούς μου θα μπλοκάρω το παλιόσκυλο! Θα μας κατατοπίσουν σχετικά οι οδηγοί, για το που έχει κονακέψει!»
Στον αστυνομικό σταθμό του χωριού, οι Τούρκοι χωροφύλακες κοιμούνταν του καλού καιρού, δεν είχαν πάρει χαμπάρι πως ένα σώμα γραικομάνων είχε ζώσει το χωριό.
Ο Κανούτας ταμπουρώθηκε πίσω απ’ το μαντρότοιχο, απέναντι απ’ το σταθμό των Τούρκων χωροφυλάκων. Το ίδιο έκανε κι ο Σούλιος. Ο Κάσος μπλόκαρε την πίσω μεριά. Περίμεναν από ώρα σε ώρα ν’ αρχίσει τη μάχη ο Φούφας με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και να μην αφήσουν του Τούρκους να ζυγώσουν εκεί που γινόταν η μάχη.
Ο Νικόλας έσφιξε δυνατά στα στιβαρά του χέρια το μάλινχερ, για να πάρει θάρρος. Τα χείλη του σάλευαν ψελλίζοντας μια προσευχή. Κάθε φορά που δινόταν μάχη ήξερε πως κάποιοι δε θα’βλεπαν τον ήλιο ν’ ανατείλει το πρωί και μπορεί να ήταν αυτός που θα’πεφτε στον αγώνα. Δεν ήταν από φόβο, ήταν ιερή υποχρέωση να δει ελεύθερη την πατρίδα. Το φόβο τον είχε πνίξει με το’να χέρι, τότε στην Πόλη, που ο Γιοβάν, ο Βούλγαρος εθνικιστής, τον είχε πλησιάσει για να τον μυήσει στο Βουλγαρικό Κομιτάτο, αλλά αυτός μόλις κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, παρουσιάστηκε αυθόρμητα στον Έλληνα πρόξενο της Πόλης κι αφού του εξιστόρησε τα καθέκαστα, του ζήτησε να τον στείλει στην Ελλάδα για να ενταχθεί στο Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο.
Ο Καπετάν Φούφας κι υπόλοιποι αντάρτες, που τους οδηγούσε ντόπιος Έλληνας Μακεδόνας, έφτασαν στο σπίτι που διανυχτέρευε ο Βούλγαρος κομιτατζής. Βρόντηξαν δυνατά την αυλόπορτα και περίμεναν.
Ένα κεφάλι πρόβαλε απ’ το χαγιάτι στο πάνω πάτωμα του σπιτιού.
- «Τι ζητάτε ορέ νυχτιάτικα!» είπε στα βουλγαρικά μια μακρόσυρτη φωνή.
- «Να παραδοθεί ο Μήτρος Βλάχος!» φώναξε βροντόφωνα ο καπετάν Φούφας.
Οι Βούλγαροι άνοιξαν αμέσως πυρ κατά των Ελλήνων ανταρτών και η μάχη άναψε για τα καλά.
Στο τουρκικό αστυνομικό σταθμό μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς, οι Τούρκοι χωροφύλακες άναψαν τις λάμπες πετρελαίου κι ένας απ’ αυτούς πρόβαλε στην πόρτα. Αμέσως δέχτηκε ομοβροντία πυρών πάνω απ’ το κεφάλι του, απ’ τον Κανούτα και τον Σούλιο οι οποίοι παραμόνευαν στον απέναντι μαντρότοιχο κι αποτραβήχτηκε. Οι Τούρκοι δεν αποκότησαν ξανά να ξεπροβάλουν απ’ το κτίριο.
Η μάχη που έδινε ο Φούφας με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες δυνάμωνε. Οι Βούλγαροι ήταν οργανωμένοι καλά, ταμπουρωμένοι μες το σπίτι αντιστέκονταν γερά κι ανταπέδιδαν σκοτώνοντας μερικούς Έλληνες αντάρτες.
Ο Νικόλας άκουγε τους κρότους απ’ τους γκράδες και τα μάλινχερ και τις εκρήξεις απ’ τις χειροβομβίδες που έριχνα κι οι διό μεριές και καταλάβαινε πως δυσκόλευαν τα πράγματα για τους Έλληνες αντάρτες.
Κάποια ποδοβολητά που’ρχονταν απ’ το σημείο της μάχης του τράβηξαν την προσοχή. Ήταν ο συγχωριανός του Δημήτριος Μπαλατσός, π’ αλλόφρον έφτανε κοντά τους.
- «Τι τρέχει ορέ Μήτρο!..»
- «Βρε Κανούτα, τι κάθεσαι αυτού; Άφησε το Σούλιο και τον Κάσο και έλα και Συ. Σκοτώθηκαν πολλοί δικοί μας! Τρέχα να πάμε!»
Ο Νικόλας χωρίς καθυστέρηση μ’ ένα σάλτο πήδηξε το μαντρότοιχο, και τρέχοντας με τον Μπαλατσό έφτασαν στο σημείο της μάχης.
- «Ορέ Μήτρο, φέρε το λοστάρι!..» φώναξε στο σύντροφό του.
Έβαλαν το λοστό κι άνοιξαν την πόρτα. Οι Βούλγαροι τους έριξαν μια χειροβομβίδα απ’ τη σκάλα.
Η λάμψη, ο εκκωφαντικός θόρυβος κι ένα καυτό σίδερο που καρφώθηκε στα στήθια του συντρόφου τους Νικόλα Ανδρεανάκη, ένα παλικαρόπουλο απ’ την Κρήτη που πολεμούσε γενναία στο πλευρό τους, τους κιότεψε προς στιγμή.
Το παλικάρι έγειρε δίπλα αιμόφυρτο, ο Κανούτας με τον Μπαλατσό ξεπέρασαν την στιγμιαία σαστιμάρα, η δύνη της μάχης δεν άφηνε περιθώρια για δισταγμούς. Όρμησαν σα θεριά ανήμερα και χώθηκαν στο κατώι του σπιτιού. Από εκεί άρχισαν να πυροβολούν στα τυφλά προς το πάνω πάτωμα που ήταν οι Βούλγαροι. Οι σφαίρες τρυπούσαν τις ξυλοσανίδες, αλλά δεν ήταν σίγουροι αν έβρισκαν στόχο.
Θα είχαν ρίξει ίσα με πενήντα φυσίγγια ο καθένας, όταν άκουσαν τους δικούς τους να τους φωνάζουν.
- «Κανούτα, Μπαλαστέ, αν είστε ζωντανοί βγάτε έξω θα βάλουμε φωτιά να τα κάψουμε τα σκυλιά!» φώναζαν κι άνοιξαν ομαδικό πυρ κατά των Βουλγάρων, ώστε να δώσουν ευκαιρία στους δύο που βρίσκονταν στο κατώι να φύγουν από ’κεί.
Ο Κανούτας με το Μπαλατσό όρμησαν γρήγορα-γρήγορα έξω απ’ το σπίτι, τη στιγμή που οι σύντροφοί τους ράντιζαν με δύο γκαζοτενεκέδες πετρέλαιο την πόρτα και τη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα.
Ο καπετάν Φούφας στεκόταν όρθιος και φωνάζοντας ενδυνάμωνε τους άντρες του.
- «Παιδιά δε θέλει σκέψεις, εμπρός βαράτε τα σκυλιά!»
Οι Βούλγαροι πεισματωμένοι μάχονταν λυσσαλέα ανταποδίδοντας τα πυρά.
- «Οχ!! Με βάρεσαν τα παλιόσκυλα!» ακούστηκε να φωνάζει ο Μιχάλης Φωρηδάκης που έπεσε κι αυτός βαριά τραυματισμένος.
Οι σύντροφοί του τον περιμάζεψαν και προσπάθησαν να τον μεταφέρουν σε πιο ασφαλές μέρος, αλλά υπέκυψε.
Η μάχη συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Η φωτιά είχε φτάσει μέχρι το χαγιάτι. Οι Έλληνες μακεδονομάχοι έριχναν χειροβομβίδες απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, αλλά οι Βούλγαροι αμύνονταν ακόμα. Οι πυροβολισμοί απ’ τους γκράδες και τα μάλινχερ κι οι εκρήξεις απ’ τις χειροβομβίδες δημιουργούσαν αληθινό πανδαιμόνιο. Τα πλάσματα της φύσης τρομοκρατημένα κι αυτά είχαν εξαφανιστεί απ’ τη γύρω περιοχή. Οι χωρικοί είχαν κλειστεί στα σπίτια τους κι είχαν κλειδαμπαρώσει πόρτες και παράθυρα, ακόμα κι οι Τούρκοι ζαπτιέδες έμεναν μέσα στο σταθμό και δεν αποκοτούσαν έξοδο. Οι φλόγες φεγγοβολούσαν σ’ όλο το χωριό και μαύροι καπνοί υψώνονταν στον ουρανό.
Κάποια στιγμή μια σφαίρα βρήκε τον καπετάν Φούφα, που αφύλαχτος καθοδηγούσε τους άντρες του. Ο γενναίος καπετάνιος έγειρε σα το γεροπλάτανο δεξιά και σωριάστηκε στο έδαφος. Μόλις είδαν τα παλικάρια του να πέφτει λαβωμένος, έτρεξαν με μιας κοντά του. Ο καπετάνιος έσφιγγε τα δόντια πνίγοντας τον πόνο π’ανέβαινε στο λαρύγγι. Οι Έλληνες αντάρτες άρπαξαν τον καπετάνιο τους και τον μετέφεραν σε πιο ασφαλές μέρος, μακριά απ’ τη φωτιά της μάχης.
Η θλίψη σιγαπλώνονταν παντού, ακόμα και τα δέντρα δε σάλευαν τα κλαδιά τους στο πέρασμα τ’ ανέμου. Τα παλικάρια λύγισαν. Πάγωνε το κορμί τους. Ο καπετάνιος χαροπάλευε, παίρνοντας με δυσκολία ανάσα, σαν κάποιο χέρι να του έσφιγγε το λαιμό. Ο πόνος μεγάλωνε κι έχανε που και πού τις αισθήσεις του. Κάποια στιγμή ορθάνοιξε για λίγο τα μάτια κι είδε τα πρόσωπα των αγαπημένων συντρόφων του να τον κοιτάνε με παράπονο, ήταν ο Κανούτας το πρωτοπαλίκαρο, το θηρίο ο Μπαλατσός, ο βουλγαροφάγος όπως τον φώναζαν κι ο Αποστόλης Σάκκος απ’ την Ήπειρο.
- «Βρε παιδιά εμένα με χτυπήσανε αλλά να μη κιοτέψετε!…Βαράτε τα σκυλιά ορέ!» πρόλαβε να πει, γιατί το κοντανάσασμα έγινε γρηγορότερο.
Εξαντλημένος έκλεισε τα μάτια κι απόμεινε έτσι δα.
Βαριά μουγγαμάρα έπιασε στα παλικάρια σαν είδαν τον καπετάνιο νεκρό. Δυο ζεστά δάκρυα κύλησαν στο παγωμένο πρόσωπο του Κανούτα. Ο Μπαλατσός έσφιξε τα δόντια για να μη φωνάξει, έκλεισε τα μάτια του καπετάνιου του, έσκυψε και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι διό.
Πίσω η μάχη διαρκούσε ακόμα, αμέσως έτρεξαν κι οι τρεις να βοηθήσουν τους συντρόφους τους.
Σε λίγο λαβώθηκε θανάσιμα ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου, ένα τσοπανόπουλο που ’χε πριν από τρεις μέρες ακολουθήσει το σώμα των Μακεδονομάχων του καπετάν Παυλή.
Οι σφαίρες έπεφταν βροχή σε μια απελπισμένη προσπάθεια των Βούλγαρων κομιτατζήδων, να σπάσουν τον κλοιό των Ελλήνων Μακεδονομάχων. Μία απ’ αυτές βρήκε τον Αποστόλη Σάκκο και του έσπασε την κάτω γνάθο κόβοντας του λίγο και τη γλώσσα.
Το ηπειροτόπουλο που πολεμούσε γενναία για τη λευτεριά της υπόδουλης πατρίδος, ξαπλώθηκε κατάχαμα σα το θερισμένο στάχυ. Φίλος μπιστικός του Κανούτα, γύρισε προς το μέρος του.
- «Κανούτα να μη με αφήσεις να με σκοτώσουν οι Βούλγαροι!…» είπε με δυσκολία στο Νικόλα.
Ο Μπαλατσός με τον Κανούτα αποτράβηξαν το φίλο τους, σε σίγουρο κι ασφαλές μέρος.
Το σπίτι είχε παραδοθεί για τα καλά στις φλόγες κι είχαν πάψει οι πυροβολισμοί απ’ τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, όταν ακούστηκε να γίνεται μάχη στον πάτο του χωριού, καμιά διακοσαριά μέτρα νοτιότερα, εκεί, στη στράτα που ερχόταν απ’ το Καλιάρι που τη φύλαγε ο καπετάν Ζάκας.
Η κλαγγή των όπλων αντιλαλούσε πέρα μακριά κι η μάχη είχε γίνει αντιληπτή απ’ τους Τούρκους Νιζαμίτες στο Καλιάρι, που έστειλαν δύναμη περί τους ογδόντα ιππείς σε ενίσχυση του τοπικού Τούρκικου σταθμού.
Ο Ζάκας έπιασε μάχη με τους Τούρκους ιππείς, αλλά δυσκολευόταν με τους λίγους που’χε μαζί του να συγκρατήσει τόση δύναμη.
Η σάλπιγγα των Μακεδονομάχων σάλπισε σύμπτυξη.
Ο Κανούτας με το Λύττα έτρεξαν στο σημείο που’χαν αφήσει το σώμα του Φούφα και πήραν τη τσάντα, τα κιάλια, τις σφαίρες και τα τσαπράζια του καπετάνιου τους κι έτρεξαν τον κατήφορο πηδώντας σαν τα λάφια τις φράχτες απ’ τα περιβόλια του χωριού, για να φτάσουν έγκαιρα στο σημείο που τους καλούσαν για σύμπτυξη.
Ο Ζάκας έδινε διαταγές εμψυχώνοντας και καθοδηγώντας τα παλικάρια στη μάχη.
- «Παιδιά στο δεξιό μέρος έχουν αφήσει τ’ άλογα οι Τούρκοι!» φώναξε, για να κατευθύνει τη δύναμη των νεοφερμένων.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να υπερφαλαγγίσουν τους Έλληνες πολεμιστές.
Η ώρα περνούσε και θα τους έπιανε ξημέρωμα. Η σκιά του θανάτου είχε απλωθεί πάνω απ’ το χωριό, αναμείχθηκε με τους καπνούς που’βγαιναν απ’ το πυρπολημένο σπίτι, ενώ ένα μισόγιομο φεγγάρι που’χε ανέβει μια πιθαμή πάνω στον ουρανό, έπαιζε κρυφτό μαζί τους.
Το σπίτι είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός κι ένα σκυλί που ουρλιαζότανε απ’ το φόβο του, στην άκρη του χωριού, ακούγονταν σα θλιβερό μοιρολόγι των θυμάτων του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Ζάκας διέταξε σιωπηρώς οπισθοχώρηση, χωρίς σαλπίσματα, ώστε να διαφύγουν ανενόχλητοι. Οι Έλληνες αντάρτες απεγκλωβίστηκαν απ’ τις θέσεις τους, παίρνοντας μαζί τους πέντε ζώα όπου φόρτωσαν τον καπετάνιο και τους άλλους δεκατρείς σκοτωμένους συντρόφους τους.
Ο Κανούτας με το Λύττα έκρυψαν τον Αποστόλη, που δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει. Τον ορμήνεψαν να φυλαχτεί μέχρι τ’ άλλο βράδυ που θα’ρχονταν να τον πάρουν.
Τα αιματοκυλισμένα σώματα του καπετάν Φούφα και των Μακεδονομάχων οπλιτών, στολίδια στο βωμό των ιδανικών της ελευθερίας τα’θαψαν στο δρόμο της επιστροφής προς τα λημέρια.
Οι Τούρκοι ιππείς φοβούμενοι πιθανή ενέδρα περίμεναν να ξημερώσει για να κάνουν έφοδο στο χωριό. Όταν έφεξε για τα καλά προσκάλεσαν την επιτροπή του χωριού, τους Βούλγαρους και τους Ζαπτιέδες κι έμαθαν τα καθέκαστα.
Η πορεία της επιστροφής γεμάτη πόνο και θλίψη σαν την πορεία προς το Γολγοθά. Πρόσωπα σκυθρωπά, αμίλητα, με τα στόματα ποτισμένα φαρμάκι, δίχως διάθεση για αστεϊσμούς και πειράγματα όπως τις άλλες φορές. Ο θάνατος είχε θερίσει κορμιά ατρόμητων παλικαριών πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Παρά το γεγονός πως ο καθένας είχε αποδεχθεί, για τον εαυτό του, την ιδέα του θανάτου, κι ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν για την Πατρίδα, δεν μπορούσαν να μείνουν ανέγκιαχτοι στο χαμό των αγαπημένων συντρόφων τους. Η απώλεια του καπετάνιου, τους γέμιζε όλους πρόσθετο πόνο, κάτι σαν βάρος ενοχής. Ο καπετάνιος, ήταν γι’αυτούς η στοργική μάνα που έκλινε όλους στην αγκαλιά της, η παρηγορήτρα αδελφή π’αφουγκραζότανε αγόγγυστα τον πόνο τους, ο φιλόστοργος πατέρας που φρόντιζε με περίσσια διάθεση να μη τους λείψουν τ’ απαραίτητα, ο ακαταπόνητος ηγέτης που τους καθοδηγούσε στη μάχη.
Ο ανθυπολοχαγός Ζαχαρίας Παπαδάς ήταν ένα λυγερόκορμο λεβεντόπαιδο με ατσάλινη ψυχή. Είχε βγει στο τούρκικο ακούγοντας το κάλεσμα της φωνής του συμμαθητή του καπετάν Μίκη Ζέζα που είχε θυσιαστεί για το Μακεδονικό Αγώνα. Αντιλαμβάνονταν κι ο ίδιος πως η καρδιά του έθνους χτυπούσε δυνατά εκεί πάνω στα βουνά και τα λαγκάδια της σκλαβωμένης ακόμα Μακεδονίας, έτσι πήρε την μεγάλη απόφαση να βγει στο τούρκικο για να βοηθήσει το κατά δύναμη. Έβλεπε ως καθήκον την αλληλεγγύη προς τους υπόδουλους ομοεθνείς και με την απόφασή του να βγει στο τούρκικο έδινε νόημα και περιεχόμενο στις αξίες και τα ιδανικά που διακατέχονταν. Δεν ήταν τυφλή παρόρμηση που είχε επιβληθεί από ένστικτο, ήταν ευσυνείδητη απόφαση να θυσιαστεί αν χρειαστεί για τη λευτεριά του ελληνισμού που πάλευε να αποτινάξει τον Τούρκο δυνάστη και να απομακρύνει το Βούλγαρο σφετεριστή απ’ τη γη των προγόνων, εκεί, όπου επί αιώνες παλλόταν η καρδιά του ελληνισμού.
Στην Καλαμπάκα πριν περάσει με τους συντρόφους του στο τούρκικο, του δώσανε το ψευδώνυμο «καπετάν Φούφας» κι μ’ αυτό έμελλε να γίνει γνωστός στο πάνθεο των Αθανάτων Ηρώων, φωτοστέφανο στολίδι στα μάτια των αγαπημένων παλικαριών του που τον έβλεπαν να μένει ακλόνητος μέχρι την στερνή του ώρα.
Επέστρεφαν χωρίς το καπετάνιο κι απ’ το μυαλό τους περνούσαν σαν αστραπή χιλιάδες σκέψεις, ο καθένας όλο και κάτι απ’ τα παλιά είχε να σκεφτεί, το αναμείγνυε με τα τωρινά και προβληματίζονταν για τα μελλούμενα, η πίκρα κι ο πόνος έφερνε την αγανάκτηση και την οργή. Ο Κανούτας βάδιζε με βαριά καρδιά, πίσω είχε αφήσει απερίθαλπτο φίλο μπιστικό. Είχαν ορκιστεί αδέλφια και τώρα στη δύσκολη ώρα τον είχε εγκαταλείψει χωρίς καμία βοήθεια. Όλη την ημέρα δεν έβαλε μπουκιά μέσα του. Φαρμάκι είχε γίνει το στόμα του κι ο λάρυγγας δυσκολεύονταν να κατεβάσει ακόμα κι αυτό το σάλιο του, λες κι’θελε να συμμετάσχει στο μαρτύριο που τραβούσε ο λαβωμένος.
- «Καπετάνιο θα γυρίσω πίσω να μαζώξω τον Αποστόλη!» είπε στο Ζάκα
- «Περίμενε να σουρουπώσει Νικολή και θα πάτε μια ομάδα να πάρετε το λαβωμένο!» απάντησε ο καπετάν Ζάκας.
- «Θα παώ κι εγώ μαζί τους καπετάνιο!» είπε ο Γιάννης Μπουμπαράς, ο οδηγός των ανταρτών από το Μπλάτσι, «δώστε μου ένα όπλο απ’ αυτούς που σκοτώθηκαν!»
Ο Ζάκας του έδωσε ένα μάλινχερ.
- «Τώρα αρχηγέ μου θα μπω μέσα στο χωριό και θα σκοτώσω όσους θα μπορέσω!»
- «Όχι βρε Γιαννιό», απάντησε ο Ζάκκας «Να πάρτε το λαβωμένο και να μην πειράξετε κανέναν!»
Πίσω ο Αποστόλης είχε μείνει μόνος. Το τραύμα κι όλο του το κορμί, πονούσε παράξενα. Αποτραβηγμένος στην κρυψώνα που τον είχαν βάλει οι σύντροφοί του, έβλεπε τα βράχια γύρω του σα φαντάσματα κακών ονείρων. Μόνο που δεν ήταν όνειρο το μαρτύριο που ζούσε, ήταν το τίμημα στον αγώνα για την ελευθερία της Μακεδονίας.
Η θολούρα κι η σκοτούρα που’χε στο κεφάλι κι ο πυρετός που του τύλιγε με φλόγες το κορμί, τον έκαναν να φαντάζεται τους θάμνους που κουνιόνταν μπροστά απ’ την κρυψώνα σαν μαλλιαρά αγρίμια έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Διψούσε αλλά δεν είχε στάλα νερό. Ο πόνος του σφυροκοπούσε τα μηνίγγια, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του. Έτσι δα, τον βρήκαν οι σύντροφοι το άλλο βράδυ.
Ο Κανούτας τράβηξε μπροστά απ’ τους άλλους, κατευθείαν στο σημείο που’χε αφήσει το φίλο του. Τον βρήκε λιπόθυμο.
- «Παιδιά μοιάζει πεθαμένος!..» είπε στους άλλους
Τον έπιασαν, άλλοι απ’τα πόδια, άλλοι απ΄τις πλάτες κι ο Γιάννης Μπουμπαράς το φορτώθηκε στον ώμο. Όμως, ήταν δύσκολη η μεταφορά κι υπήρχε φόβος να ξημερωθούν και να γίνουν αντιληπτοί απ’ τους Τούρκους που παραμόνευαν ακόμα στο χωριό. Επέταξαν το μουλάρι απ’ένα τσοπάνο που’χε εκεί κοντά τα ζωντανά του και μετέφεραν το λαβωμένο.
Γλυκοχάραζε κι ο ουρανός αχνορόδιζε στην ανατολή όταν έφταναν στο λημέρι. Μόλις τον κατέβασαν απ’ το μουλάρι έτρεξαν όλοι οι συντρόφοι να τον παρηγορήσουν και να του δώσουν κουράγιο. Ο Αποστόλης τους κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια, μη μπορώντας να μιλήσει.
Ο Ζάκας έδωσε διαταγή να περιποιηθούν το λαβωμένο κι ο Μπουμπαράς με το τσοπάνο, να τον μεταφέρουν το γρηγορότερο δυνατό στο Μπογατσικό στο νοσοκομείο, γιατί οι άντρες έπρεπε να μεταβούν για ασφάλεια στο Βίτσι.
Πέρασαν λίγες μέρες κι ο οδηγός απ’ το Μπλάτσι, κόμιζε τα μαντάτα στους Μακεδονομάχους που περίμεναν καρτερικά, στ’ανατολικά αντερείσματα τ’ ανεμοδαρμένου ορεινού όγκου Βίτσι.
Απ’ τους Βούλγαρους, είχαν σκοτωθεί εννέα άντρες κι οκτώ γυναίκες, μεταξύ αυτών κι η αγαπητικιά του Μήτρου Βλάχου, ο ίδιος είχε καταφέρει να διαφύγει μαζί με το ψυχογιό του.
Ο Αποστόλης Σάκκος μετά από πολλές περιπέτειες, κατάληξε -με φροντίδα της επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα- σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου η κατάστασή του βελτιωνόταν.
Η επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα, βρήκε το σώμα του καπετάν Φούφα κι το’θαψε στην άκρη του χωριού, με τις δέουσες χριστιανικές τιμές.
Σ’ ένα αχόρταγο και μόνιμα διψασμένο για αίμα ελληνικό χώμα, θάφτηκαν σώματα αγνών κι ατρόμητων παλικαριών, όπου τ’ αγιασμένα κόκαλά τους έγιναν μια χούφτα μαργαριτάρια σε σμαραγδένιο τάσι, διασκορπισμένα απ’ άκρου σ’άκρου της πολυπόθητης Πατρίδας μας.
Η θυσία των παλικαριών του Μακεδονικού Αγώνα, βάλσαμο στη ψυχή του υπόδουλου ελληνισμού, δεν πήγε χαμένη, έγινε φλάμπουρο στις καρδιές των επιζώντων αγωνιστών κι ελπίδα για τους απλούς Μακεδόνες που συνέχισαν αγόγγυστα το διμέτωπο αγώνα στο βωμό της λευτεριάς και της διατήρησης των ιδανικών του ελληνικού έθνους. Ακόμα κι δίγλωσσοι κι σλαβόφωνοι οι οποίοι όμως διακατέχονταν από άκρατη ελληνική συνείδηση, πολέμησαν για λευτεριά.
Άνθρωποι απλοί, αλλά με αποφασιστικότητα, ισχυρή βούληση και υψηλή συναίσθηση του χρέους απέναντι σε μια Πατρίδα που σέβεται τη τιμή και την υπόληψη του ατόμου, εκτιμά και προωθεί την οικογενειακή συνοχή κι ευημερία, όπου μέσα απ’ την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη βιώνει και προσεγγίζει τα ανώτερα πνευματικά, σεβόμενη την ιδιαιτερότητα του άλλου, έκαμαν με τη θυσία τους, πράξη τις ρήσεις των αρχαίων προγόνων μας «Ουκ έγκλημα το μή ρίπτειν εαυτόν εν κινδύνοις, αλλ’ εμπεσόντα μή στηναι γενναίως».

_______________________________________
Παύλος Γύπαρης = Ονομαστός οπλαρχηγός. Γεννήθηκε το 1885 στην Ασή Γωνία Χανίων της Κρήτης και πέθανε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 1966. Έλαβε μέρος, με το αντάρτικο σώμα του, σε πολλές μάχες του Μακεδονικού Αγώνα (1904-8) κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Καλιάρι = ν. ον. Πτολεμαϊδα Κοζάνης
Καρακόλι = Αστυνομικός σταθμός
Ζαπτιές = Χωροφύλακας
Καπετάν Φούφας= Ανθυπολοχαγός Ζαχαρίας Παπαδάς από τον Άγιο Πέτρο Αρκαδίας
Καπετάν Ζάκας = Υπολοχαγός Γρηγόρης Φαληρέας
Τσούρχλι = ν. ον. Άγιος Γεώργιος Γρεβενών
Νιζαμίτες= (τουρκ. nizam= τάξη) στρατιώτες τακτικού στρατού
Λύττας= Θωμάς Πυρογιάννης απ’ τα Γρεβενά
Μπλάτσι= Βλάστη Κοζάνης
Μπογατσικό= Βογατσικό Καστοριάς
Καπετάν Μίκης Ζέζας= Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς, σκοτώθηκε στα Στάτιστα στις 13 Οκτωβρίου 1904. Έγινε το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Νικόλας Κανούτας: Γεννήθηκε στο Τσούχλι Γρεβενών το 1879. Εντάχθηκε το 1904 στο σώμα του καπετάν Παυλή κι έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων και Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Πέθανε το 1967 στο χωριό του (ν.ον Άγιος Γεώργιος Γρεβενών). Αν και ολιγογράμματος έγραψε αναμνήσεις απ’ τον Μακεδονικό Αγώνα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρων.
Ο Αποστόλης Σάκκος: κέρδισε τη μάχη με τη ζωή, του έμεινε όμως βαρεία αναπηρία που τον ταλαιπώρησε ως τα βαθιά γεράματα. Ήταν το τίμημα που πλήρωσε στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Μακεδονικής γη.
Παλιοχώρι: Το χωριό Παλιοχώρι μετονομάστηκε τιμής ένεκεν Φούφας. Κάθε χρόνο τελείται επίσημο μνημόσυνο για τους Μακεδονομάχους ήρωες και ιδιαίτερα για τον Ζαχαρία Παπαδά, τον Καπετάν Φούφα, που σκοτώθηκε στο χωριό.