Διήγημα
«Γράφει ο: Ευθύμιος Χαρ. Ταλάντης»
Είχα αρχίσει να χαράσσω τις πρώτες σκέψεις στο χαρτί κι επειδή το θέμα είχε σχέση με τη θάλασσα, σκέφτηκα να κατεβώ στην παραλία μήπως κι εμπνευστώ επί του θέματος.
Τι το καλύτερο!…Απόγευμα σε πανέμορφη παραλία στη βόρεια Ελλάδα. Ρομαντικά, για τακτοποίηση σκέψεων. Ο καιρός βέβαια ήταν μουντός, συννεφιασμένος κι η Ε.Μ.Υ είχε προβλέψει βροχοπτώσεις για την περιοχή, αλλά αυτό δε με πτοούσε. Και με συννεφιά, η θάλασσα δεν παύει να προσφέρει γαλήνια ψυχική νηνεμία.
Το μεγάλο παραθεριστικό συγκρότημα που περνούσαμε οικογενειακώς τις διακοπές, ενώ ήταν κατάλληλο για διαμονή και διασκέδαση, ιδιαίτερα για τα παιδιά που ασχολούνταν μ’ένα σορό αθλοπαιδιές, για τις οποίες φρόντιζαν οι υπεύθυνοι του συγκροτήματος να παρέχουν γενναιόδωρα στους φιλοξενούμενους -όλοι απ’ τον ίδιο χώρο δουλειάς- δεν ήταν όμως ο ιδανικός χώρος για περισυλλογή σκέψεων, πόσο μάλλον όταν το θέμα που επεξεργαζόμουν είχε άμεση σχέση με τη θάλασσα.
Όταν κάθομαι αντίκρυ της και τη θωρώ, έτσι όπως αναδεύεται απαλά-απαλά, μ’ αυτό το διαρκές χαμόγελο, δε μπορεί φτιάχνει η διάθεση για γράψιμο!
Όχι πως την έχω δει σώνει και καλά συγγραφέας!… Αλλά να!… Το να χαράζω κάποιες όμορφες στιγμές στο χαρτί έχει κι αυτό τη δικιά του γοητεία.
Δεν έχω ακόμα καταλάβει πως μου προέκυψε αυτό το φρούτο. Ούτε είμαι σίγουρος πως αυτά που γράφω ωφελούν σε κάτι. Άλλωστε ούτε που με νοιάζει!… Γράφω για μένα κι αυτό μ’ αρέσει!.. Ίσως όταν ξαναδιαβάζω τα γραπτά μου αναπολώ συγκινησιακές καταστάσεις κι αυτό είναι όλο!… Έτσι και τότε, ήθελα απλά, να γράψω κάτι απ’ τα παλιά.
Αποφάσισα λοιπόν να κατέβω στην παραλία. Το καρεκλάκι, τα τσιγάρα, και τα σύνεργα μάχης, το μπλοκ με το μολύβι, θεώρησα τα πιο απαραίτητα που θα ’παιρνα μαζί μου.
- «Θα σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο μέχρι το σημείο που θέλεις», προσφέρθηκε η γυναίκα μου.
Η ίδια ήθελε να μεταβεί στο πλησιέστερο κατάστημα για μικροψώνια και σκέφτηκε πως πηγαίνοντάς με στην παραλία θα’χε στη διάθεσή της τ’ όχημα για τις μετακινήσεις της. Άλλωστε εμένα δε θα μου ήταν πλέον απαραίτητο.
- «Εντάξει» είπα συγκαταβατικά.
- «Αλλά αν δεις πως αρχίζει να βρέχει, να ’ρθεις να με πάρεις», συμπλήρωσα με νόημα, αφού το ενδεχόμενο να ξεσπάσει μπόρα ήταν αρκετά μεγάλο!
Η παραλία, μια απ’ τις ωραιότερες της χώρας μας, εκτεινόταν σε απόσταση περί τα τρία χιλιόμετρα, την οποία διέσχιζε παράλληλα ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Απ’ το δρόμο μέχρι τη θάλασσα, μια πλατιά ζώνη τριάντα με σαράντα μέτρα, η μισή κατάφυτη με πρασινάδα και δέντρα, το υπόλοιπο κομμάτι, παραλία με πολύ ψιλή αμμουδιά, που κατέληγε σε πεντακάθαρη θάλασσα. Ανοιχτό πέλαγος βλέπεις! Κι ο νους να ταξιδεύει, πέρα μακριά, ώσπου χάνεται.
Η γυναίκα μου δεν ήταν το κατάλληλο άτομο για έρευνα και διάσωση, ο προσανατολισμός της είναι λίγο περίεργος, δεν έδινε σημασία στις λεπτομέρειες κι αυτό το γνώριζα αρκετά καλά, έτσι, κατά τη διαδρομή φρόντιζα να επιλέγω σημεία που εκτός από ρομαντική διάθεση, να είμαι κοντά σε κάποιο κιόσκι που θα με προφύλασσε σε περίπτωση βροχής.
- «Έχεις μαζί σου το κινητό για να συνεννοηθούμε σε περίπτωση βροχής;» μου αντέτεινε.
- «Δε χρειάζεται το κινητό, εάν ξεκινήσει βροχή θα έρθεις να με πάρεις» επανέλαβα μηχανικά.
Γενικά είμαι κατά του κινητού. Όσο εξυπηρετικό είναι, ενδεχομένως τόσο επιβλαβές ν’ αποδειχθεί μελλοντικά για την υγεία μας κι γι’αυτό αποθαρρύνω τη χρήση του. Πόσο μάλλον τότε που ήθελα να βρεθώ σε ρεμβασμό και το ενδεχόμενο να χτυπήσει το κινητό θα με έβγαζε απ’ τις σκέψεις κι άντε να τις ξαναμαζέψεις, ένας επιπλέον λόγος που ήμουν τελείως αρνητικός σ’ αυτό το εργαλείο, ωστόσο όμως το’χα πάνω μου απενεργοποιημένο για κάθε ενδεχόμενο.
Κατά τη διαδρομή, εντόπισα σε κάποιο σημείο να βρίσκεται ένα κιόσκι, απ’ αυτά που στήνουν οι Δήμοι για να προφυλάσσονται οι λουόμενοι που περίμεναν τα λεωφορεία για τις μετακινήσεις τους.
Ήταν ένα ξύλινο κιόσκι, δίπλα στον ασφαλτόδρομο, όχι πολύ μεγάλο, με κεραμοσκεπή, γουστόζικα φτιαγμένο, έδενε αρμονικά με το τοπίο και την περιοχή. Απ’ το κιόσκι, η παραλία δεν απείχε περισσότερο από δέκα μέτρα και έτσι αποφάσισα να παραμείνω σ’ εκείνο το σημείο για το ρομαντικό μου απόγευμα.
Έστησα το ειδικό για παραλία καρεκλάκι, πάνω στη ριζοτή αμμουδιά, κάτω απ’ τη μεγάλη ψάθινη ομπρέλα, που προφανώς είχε στηθεί κι αυτή απ’ το Δήμο για τους λουόμενους.
Η θάλασσα ήταν απόλαυση, ένα απέραντο πέλαγος απλώνονταν μπροστά μου, ήρεμο-ήρεμο π’ άλλαζε χρωματισμούς αναλόγως των ρευμάτων και της συννεφιάς που επικρατούσε.
Είχα αρχίσει να μπαίνω στο θέμα και το συγγραφικό μου ίστρο ξεχείλιζε αβίαστα πάνω στο χαρτί, όταν οι πρώτες αστραπές χαράκωσαν βαθιά τον ουρανό. Κάπως βορειότερα βέβαιά, αλλά με σαφή διεύθυνση προς το σημείο που βρισκόμουν.
Οι λουόμενοι που βρίσκονταν εκείνη τη ώρα στην παραλία, μάζευαν βιαστικά τα πράγματά τους, άρχιζαν να επιβιβάζονταν στα οχήματά τους και να απομακρύνονται.
Παράτησα το γραφτό μου και παρατηρούσα τις γρήγορες μεταβολές που συντελούνταν γύρω μου. Η άτακτη φυγή των λουόμενων, τα μαύρα σύννεφα που πλησίαζαν απ’ τα βόρεια, απειλητικά προς το μέρος μου, οι αστραπές π’αυλάκωναν τον ουρανό, το μελανί χρωματισμό που έπαιρνε η επιφάνια της θάλασσας, το βοριαδάκι που βαθμιαία δυνάμωνε.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχα απομείνει μόνος στην απέραντη παραλία, όταν οι πρώτες χοντρές σταγόνες έσκαγαν με δύναμη πάνω στη ψιλή αμμουδιά.
Μέχρι να μαζέψω τα πράγματά μου για να μεταβώ στο κιόσκι, η ένταση και η πυκνότητα της βροχής δυνάμωνε με γοργό ρυθμό.
Γνώριζα απ’ τα μέρη μου πως αυτά τα ξαφνικά καλοκαιρινά μπουρίνια, έχουν μεν μεγάλη ένταση, αλλά δεν έχουν πολύ διάρκεια. Εκείνο που δε γνώριζα, ήταν, πως στη βόρεια Ελλάδα, το χαλάζι έχει τριπλάσιο μέγεθος, λόγω ανοιχτής θάλασσας και της πεδιάδας που γειτνιάζει, απ’ ότι στα δικά μου μέρη που περικλείονται από ψηλά βουνά και η θάλασσα δεν είναι ανοιχτό πέλαγος.
Δε θα είχα λεπτό που είχα μπει στο κιόσκι όταν άρχισε η χαλαζόπτωση.
Κοιτούσα με αδημονία το δρόμο, προς την κατεύθυνση που θα ερχόταν η γυναίκα μου, αλλά μάταια! Τα τελευταία οχήματα είχαν εγκαταλείψει την περιοχή πριν από τρία περίπου λεπτά κι εγώ βρισκόμουν στο διάβα της θεομηνίας.
Η δύναμη του αέρα, σε συνδυασμό με την υπερμεγέθη χαλαζόπτωση, σε σημείο που ευχόμουν να μην είχε ξεκινήσει η γυναίκα μου προς αναζήτησή μου, γιατί ήταν φανερό πως θα έκανε ζημιά στο αυτοκίνητο, μου ξύπνησε μέσα μου ένα έντονο συναίσθημα φόβου.
Οι αστραπές που έπεφταν πλέον πιο κοντά μου, με βεβαίωναν πως βρισκόμουν στο διάβα της κακοκαιρίας.
Προσπαθούσα να προφυλαχθώ απ’ τη φοβερή θεομηνία, όταν άρχισαν να ξεκολλάνε οι ραμποτέ ξυλοσανίδες απ’ την ανατολική πλευρά του παραπήγματος, ενώ αρκετά απ’ τα κεραμίδια έσπαγαν απ’ το χαλάζι και τα κομμάτια τους τα πετούσε ο αέρας πέρα μακριά όπως τα ξερά πλατανόφυλα στο ελαφρύ αεράκι.
Έντρομος προσπαθούσα να συγκρατήσω τις ξυλοσανίδες ενώ ο φόβος για το ανεπάντεχο με κυρίευε κυριολεκτικά.
Ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα και τα λιγοστά δέντρα λύγιζαν ως κάτω, κάνοντας βαθιά μετάνοια σα να υποκλίνονταν στη δύναμη του Αίολου. Οι βροντές απ’ τους κεραυνούς που πλησίαζαν ακούγονταν ωσάν ομοβροντία συστοιχίας ορειβατικού πυροβολικού, αυξάνοντας το φόβο που’χε ριζωθεί μέσα μου.
Στριμώχτηκα όσο μπορούσα προς τη βορειοανατολική άκρη, κρατώντας ταυτόχρονα με το δεξί μου χέρι τις ραμποτέ ξυλοσανίδες που κόντευαν να αποκολληθούν ολοσχερώς και να μείνω εντελώς ακάλυπτος. Η πίεση του αέρα και τα χτυπήματα απ’ την υπερμεγέθη χαλαζόπτωση που έπεφταν με μανία, σα σφαίρες στη βορειοανατολική πλευρά, έκανε όλο το παράπηγμα να δονείται κυριολεκτικά, έτοιμο ν’ αποκοπή τελείως απ’ τα σημεία που το κρατούσαν πακτωμένο σταθερά στη γη.
Ο βραχύς θόρυβος απ’ το κλαδί κάποιου δέντρου π’ έσπαγε εκεί κοντά, με τρόμαξε ακόμα περισσότερο, ωστόσο δεν είχα την ορατότητα να δω, ήταν αδύνατο να διακρίνω -απ’ την ανοιχτή πλευρά του παραπήγματος- οτιδήποτε πέρα απ’ τα πέντε μέτρα, λες κι ουρανός με τη θάλασσα είχαν βαλθεί να σκεπάσουν το σημείο που βρισκόμουν.
Οι λάμψεις κι οι βροντές απ’ τις αστραπές και τους κεραυνούς που πλησίαζαν, ο θόρυβος απ’ τον αέρα και τη χαλαζόπτωση, που’χε φτάσει στο ζενίθ της έντασης, έκαναν ολόκληρο το παράπηγμα να τριζοκοπά, δημιουργούσε μια αξεπέραστα εφιαλτική ατμόσφαιρα.
Ήτανε ολοφάνερο, βρισκόμουν στο επίκεντρο της φοβερής θεομηνίας χωρίς να’χω καμία απολύτως δυνατότητα διαφυγής, ούτε καν ελπίδα διάσωσης, αφού ήταν αδύνατη η προσέγγιση οποιοδήποτε τροχοφόρου στην περιοχή χωρίς να κινδυνεύει κι το ίδιο να υποστεί ζημιά απ’ το χαλάζι και από διάφορα αντικείμενα που πετούσαν κυριολεκτικά στον αέρα.
Στο ενδεχόμενο πως μπορεί και να διερχόμουν τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου, πανικοβλήθηκα κυριολεκτικά. Έφερα στο μυαλό μου, μ’ αστραπιαία ταχύτητα, παραστάσεις απ’ τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μου.
Λένε, πως, «όταν διαισθάνεσαι το τέλος σου, προσπαθείς απεγνωσμένα να κάνεις αποτίμηση του έργο της ζωής και της παρουσία σου στη γη». Είναι μάλλον μια μάταια προσπάθεια να κρατηθείς ζωντανός.
Ξαφνικά μια ισχυρότατη λάμψη κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος κάλυψαν τα πάντα γύρω μου. Ένοιωσα να χάνομαι, κάτι σαν να πέφτω με μεγάλη ταχύτητα στο κενό. Μια στιγμιαία αδυναμία να συμμαζέψω το νου μου, που περνούσε σ’ άλλη διάσταση.
Και εκεί που έπεφτα στο κενό, χέρια!…, πολλά χέρια!…, ασώματα, απ’ τον καρπό και κάτω, με τραβούσαν προς τα πάνω, αδιευκρίνιστο που!… Δεν είχα τη δύναμη να αντιδράσω. Ταξίδευα με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι ο φόβος διαρκώς μεγάλωνε. Δεν είχα ιδέα που μπορεί να με πήγαιναν, όταν μου φάνηκε πως με έφεραν σε μια τεράστια αίθουσα και με έστηναν μπροστά σε ένα ημικυκλικό έδρανο, όπου βρίσκονταν δέκα μαυροφορεμένες φιγούρες.
- «Αμάν!… Πέθανα στ’αλήθεια και περνάω το δικαστήριο της κρίσης!» σκέφτηκα.
Οι φιγούρες δεν ήταν ευδιάκριτες, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω χαρακτηριστικά προσώπων κι δεν ήμουν σίγουρος εάν επρόκειτο για Αγγέλους ή κάτι άλλο. Σαν τους καλόγερους στα μοναστήρια του Άθωνα, όταν προσέρχονται τις πρώτες πρωινές ώρες στην εκκλησία, δεν μπορείς, με το λιγοστό φως των κεριών, να διακρίνεις λοιπά χαρακτηριστικά, μόνο απ’ το σουλούπι της σιλουέτας είναι δυνατόν να μαντέψεις ποιος μπορεί να είναι απ’ όλους, έτσι δε γνωρίζεις αν πρόκειται για Αγίους ή τυχοδιώκτες. Δεν ήμουν λοιπόν σίγουρος τι ακριβώς ήταν οι φιγούρες.
Μου υπέδειξαν να καθίσω σε μια καρέκλα που υπήρχε μπροστά στο ημικυκλικό έδρανο, ενώ δεν αισθανόμουν τα μέλη του σώματός μου, με την έννοια της αίσθησης που προσδίδει ο πόνος. Είχα όμως την εντύπωση πως διέθετα την αρτιμέλεια μου στο ακέραιο και πως μπορούσα να τη χρησιμοποιώ κατά βούληση, όπως κι όταν ήμουν ζωντανός.
Δεξιά μου ήρθε και κάθισε ένα αγγελάκι. Χαριτωμένο που ήταν!…, Με τις φτερούγισες του, το ολοφώτεινο προσωπάκι του, το χρυσόλαμπρο φωτοστέφανό του!… Με κοίταξε με στοργή. Μου χαμογέλασε με νόημα, σα να μου ’λεγε «μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ!».
Πήρα λίγο θάρρος, μέχρι που… τσούφ!… Εμφανίστηκε ένα διαβολάκι στα αριστερά μου. Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήταν κι αυτό χαριτωμένο, έτσι μαυριδερό που ήταν, με τα κερατάκια του, με την ουρίτσα του, το κοντό γενάκι στο πιγούνι. Είχε ένα σαρδόνιο χαμόγελο που μου πάγωνε το αίμα, άσε κάθε φορά που μ’ ακουμπούσε ανατρίχιαζε ολόκληρο το κορμί μου κι όλο τραβιόμουν προς τη μεριά που ήταν το αγγελάκι.
- «Μου είσαι συμπαθής, αν σε πάνε στην κόλαση θα κάνουμε παρέα» μου είπε το διαβολάκι και μου έκοψε κυριολεκτικά τα πόδια.
Στο αριστερό άκρο του εδράνου καθόταν ένας κακομούστινος, μαυριδερός σαν αράπης. Κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο χοντρό βιβλίο. Σηκώθηκε όρθιος κι αφού εκφώνησε δυνατά τα προσωπικά μου στοιχεία, άνοιξε το μεγάλο βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει με στόμφο, μ’ αυτή τη βροντώδη φωνή που μου έκοβε την ανάσα.
Απέδιδε τις φάσεις της προσωπικής μου ζωής, περιγράφοντας λεπτομερέστατα και τη παραμικρή πτυχή της απόκρυφης συμπεριφοράς μου. Ταυτόχρονα σε γιγαντοοθόνη στο μεγάλο τοίχο, πίσω απ’ τις μαυροφορεμένες φιγούρες, προβάλλονταν σε τρισδιάστατη απεικόνιση τα γεγονότα που διάβαζε ο «Κακομούτσινος».
Αρκετά απ’ τα γεγονότα, που πριν λίγο έβλεπα εγώ με τα δικά μου μάτια, τ’ άκουγα απ’ αυτόν, αλλά με εντελώς διαφορετική άποψη.
Γύρισα προς το ακροατήριο, έβλεπα να με κοιτάζουν με κάπως υποτιμητικό βλέμμα.
Εμένα το συγγραφέα, τέλος πάντων, μου έβγαζε αυτός ο αχαΐρευτος τ’ άπλυτα στη φόρα! Να με ξευτελίζει έτσι δα μπροστά στον κόσμο! Εμένα, που όταν μιλούσα απ’ το βήμα, στις διάφορες εκδηλώσεις, με χειροκροτούσε το ακροατήριο και στο τέλος έτρεχαν μικροί και μεγάλοί να μου σφίξουν το χέρι! Ήταν ανάγκη αυτός ο μπαγάσας να τα λέει όλα και με τόσες λεπτομέρειες.
Είχα γίνει κατακόκκινος απ’ τη ντροπή μου! Κι αυτός δεν έλεγε να σταματήσει, ή τέλος πάντων να πει και καμιά καλή κουβέντα και για μένα, «τι στο καλό, δεν είχα κάνει τίποτα καλό στη ζωή μου;» αναρωτήθηκα.
Εκείνο έκανε τότε!… Έτσι σκέφτηκε στη τάδε περίσταση!… Με αυτό τον τρόπο ενεργούσε στη άλλη περίσταση!…
Έψαχνα εναγωνίως να εντοπίσω ανάμεσα στο ακροατήριο το φίλο μου τον Κώστα. Είχε πεθάνει πριν ένα χρόνο και ο όσο ζούσε, με τη λογοτεχνική του δεινότητα, είχε αφήσει εποχή στα γράμματα «Δεν μπορεί – σκέφτηκα- αυτός θα χαίρει εκτίμησης κι εδώ στον άλλο κόσμο, ήταν ευυπόληπτος άνθρωπος και με αγαπούσε όσο ζούσε»
Ο Κώστας, ήταν βέβαια, μεγαλύτερος από μένα κι ’χε πεθάνει από γηρατειά, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Μου είχε κάνει καλή κριτική για ένα γραπτό μου, άρα μπορούσα να τον είχα σύμμαχο ώστε να πει καμιά καλή κουβέντα και για μένα «Τι κόρακα δεν πιστεύω να τα γυρίσει τώρα που άκουγε τις κατηγορίες και μάθαινε τα απόκρυφα μυστικά μου» είπα μέσα μου.
Ρώτησα το αγγελάκι που στεκόταν εκεί δίπλα, μήπως τον είχε δει πουθενά. Μου απάντησε πως εκείνη την ώρα βρισκόταν σε μια άλλη αίθουσα, γιατί είχε πεθάνει από τροχαίο ένας φίλος του δικηγόρος κι είχε πάει να του συμπαρασταθεί.
Είχα απογοητευτεί, βασάνιζα τον εαυτό μου να θυμηθώ ποιόν άλλον γνώριζα, έτσι με κύρος, που να είχε πεθάνει και να με γνώριζε, ώστε να πει καμιά καλή κουβέντα και για μένα, γιατί αυτός ο αχρόνιαγος που διάβαζε το κατηγορητήριο δε παρέλειπε τίποτα. Ακόμα και τις παιδικές μου σκανταλιές έβγαζε στη φόρα, τότε που έπινα κρυφά το πετιμέζι που φύλαγε στη μποτίλια η μάνα μου για να φτιάξει τα γλυκά τα Χριστούγεννα κι εγώ για να μην καταλάβει τίποτα απογέμιζα τη μποτίλια με κρασί για να μην εντοπίσει πως κατέβαινε η στάθμη. Σε τέτοιες λεπτομέρειες είχε επεκταθεί. Φαίνεται ήθελα σώνει και καλά να με καταδικάσει.
Οι φιγούρες απέναντί μας, βλοσυρές, βλοσυρές άκουγαν χωρίς να δείχνουν πως εκπλήσσονταν. Προφανώς τους ήταν γνωστό το περιεχόμενο του βιβλίου και δεν εκπλήσσονταν. Αντίθετα, το ακροατήριο πίσω μου σιγομουρμούριζε και κάπου σα να μου φάνηκε πως άκουσα τη λέξη «ντροπή».
Άκουγα ένα, ένα όλα τα περιστατικά της ζωής μου με μορφή βαριάς κατηγορίας, κι ομολογουμένως για πολλά είχα την εντύπωση πως δεν ήταν και τόσο επιλήψιμα. Αλλά αυτός ο άτιμος, εκεί!… Με αυστηρό ύφος μού απέδιδε κατηγορίες!
Για αρκετά περιστατικά πράγματι ντράπηκα κι εγώ που άκουγα. Ήθελα να ήταν διαφορετικά τα πράγματα να γυρίσω στη ζωή και να διορθώσω τα σφάλματά μου. Για άλλες κατηγορίες, είχα την εντύπωση πως ήταν πολύ αυστηρός μαζί μου, αλλά συνειδητοποιούσα πως αν είχα αποφύγει μερικές κακοτοπιές, δε θα’χα δώσει την ικανοποίηση σ’ αυτόν εδώ τον κακομούτσινο να μου απαγγέλλει μ’αυτό το επικριτικό ύφος κατηγορία, κουνώντας επιδεικτικά το δείκτη του δεξιού του χεριού.
Έσκυψα το κεφάλι απογοητευμένος απ’ τον εαυτό μου «Τόση προσπάθεια - είπα μέσα μου-, εγώ ο συγγραφέας να γίνω σήμερα ρεζίλη των σκυλιών. Τόσα επικριτικά πράγματα να λέει για μένα αυτός ο κακομούτσινος, απ’ τα μυστικά που τα φύλαγα με επιμέλεια απ’ τα μάτια και τα αυτιά των ανθρώπων και να τα μαθαίνει σήμερα όλος ο κόσμος». Ακόμα και τις ενδόμυχες σκέψεις μου φανέρωνε ο μπαγάσας. «Ετοιμάσου- είπα στον εαυτό μου- για τα καζάνια της κόλασης! Εκεί κάτω ούτε το συγγραφιλίκι θα σου χρειάζεται ούτε κάτι ανάλογο»
Εκείνη τη στιγμή έγινε ησυχία κι όλοι σηκώθηκαν όρθιοι. Στη γιγαντοοθόνη έβλεπα να ψέλνουν κάποια εξόδειο ακολουθία και άκουγα τη μελωδικιά φωνή του Παπαγιάννη της ενορίας μου να ψέλνει «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. Ου παραμένει ο πλούτος, ού συνοδεύει η δόξα, επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται.» Ρώτησα το αγγελάκι τι συμβαίνει και μου λέει «Δεν είναι τίποτα, το λείψανό σου έχουν στον Αϊ Θανάση, στην ενορία σου και διαβάζουν την εξόδειο ακολουθία και κάθε φορά που φτάνουν σ’ αυτό το τροπάριο κάνουμε ησυχία και σηκωνόμαστε όρθιοι»
«Πότε πρόλαβαν και πήραν το λείψανο και το πήγαν στον τόπο μου και με ψέλνουν κιόλας!» σκέφτηκα.
«Δεν έχει σημασία ο χρόνος εδώ πάνω» μου απήντησε το αγγελάκι που’χε διαβάσει τις σκέψεις μου.
Είχα μια απορία για το ποιοι θα είχαν στεναχωρηθεί πραγματικά εκεί κάτω, για το χαμό μου, αλλά λόγω διαδικασίας μάλλον δε θα μου έδιναν άδεια να παρακολουθήσω κι εγώ την κηδεία μου, έτσι δεν έκανα καμιά κίνηση να ζητήσω άδεια.
Η διαδικασία συνεχίστηκε μόλις τελείωσε το τροπάριο κι εγώ είχα γίνει κατακόκκινος απ’ τη ντροπή μου, γιατί αυτός ο αχαΐρευτος δεν έλεγε να σταματήσει, ή τέλος πάντων να πει και καμία καλή κουβέντα. Τι στο καλό, δεν είχα κάνει και κάτι καλό στη ζωή μου, όλα ήταν αμαρτήματα.
«Αν είχα τουλάχιστον μια δεύτερη ευκαιρία, να κατέβω στη γη. Να διορθώσω όλα αυτά που μου καταμαρτυρούσαν. Να μιλήσω επιτέλους με αυτούς που είχαμε ενοχληθεί. Να καταπραΰνω κάπως τις έντονες εξάρσεις του χαρακτήρα μου. Να…! Να…! Να…! ή έστω να είχα πάει σε ένα πνευματικό να εξομολογηθώ και να ζητήσω συγχώρηση» σκεφτόμουν, όταν μια απαστράπτουσα λάμψη κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος, κάπως πιο μακριά απ’ τον προηγούμενο, σημάδι πως απομακρυνόταν το μπουρίνι, με επανέφερε στη πραγματικότητα, και με έβγαλε από τη δυσάρεστη κατάσταση που μου ’χε επιβάλει ο φόβος του θανάτου.
Οι ραμποτέ ξυλοσανίδες συγκρατούνταν αποκλειστικά από το δεξί μου χέρι κι έπρεπε να επιμείνω ωσότου περάσει τελείως η καταιγίδα. Πάλευα με τα στοιχεία της φύσης με εμφανή όμως σημάδια απομάκρυνσης ενός ανεπάντεχου κίνδυνου, ωστόσο η φυσιογνωμία αυτού του Κακομούτσινου αράπη είχε μείνει χαραγμένη βαθιά στο μυαλό μου και με προβλημάτιζε σοβαρά, αλλά είχα να επιλύσω σημαντικά ακόμα ζητήματα ώσπου να έρθουν να με πάρουν.
Πέρασε ακόμη κάμποση ώρα όταν αντίκρισα στο βάθος του δρόμου την πράσινη Alfa Romeo να πλησιάζει προς το μέρος μου μ’ αναμμένα τα φώτα στάθμευσης, σημάδι πως η γυναίκα μου είχε χάσει τον προσανατολισμό της για το σημείο που με είχε αφήσει και ήταν στην αναζήτηση.
Μόλις με προσέγγισαν είδα τη φάτσα του φίλου μας του Θοδωρή, που έμεινε στο διπλανό σπιτάκι απ’ το δικό μας, να κοιτάζει ερευνητικά απ’ το θολωμένο τζάμι του συνοδηγού. Πετάχτηκα απ’ την κρυψώνα μου αφήνοντας τις ραμποτέ ξυλοσανίδες να σωριαστούν χάμω κι έτρεξα προς το αυτοκίνητο.
- «Που είσαστε βρε παιδιά, γιατί δεν ήρθατε ενωρίτερα, έμεινα μόνος στη παραλία» ήταν τα πρώτα λόγια που τους είπα όταν μπήκα βιαστικά μέσα στο αυτοκίνητο, γιατί δεν είχε ακόμα σταματήσει η βροχή.
- «Ήταν αδύνατον να προσεγγίσουμε το σημείο αυτό της παραλίας, γιατί είχε αποκοπεί ένα δέντρο κι έκλεινε το δρόμο, αλλά βλέπαμε την πορεία που είχε το μπουρίνι κι ανησυχούσαμε για σένα» μου εξηγούσε η γυναίκα μου για να δικαιολογήσει την αργοπορία της.
- «Παιδιά είδα το χάρο με τα μάτια μου, δεν σας λέω ψέματα!» τους είπα, αλλά μάλλον το εξέλαβαν ως σχήμα λόγου.
Πέρασε τόσος καιρός και η φάτσα του «Κακομούτσουνου» βρίσκεται ακόμα καρφωμένη στο μυαλό μου, κι όλο λέω, από Δευτέρα κάτι πρέπει να κάνω για αυτά που ήταν γραμμένα για μένα στο χοντρό βιβλίο.