Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ

Διήγημα

«Γράφει ο: Ευθύμιος Χαρ. Ταλάντης»

«Αυτή είναι, είμαι σίγουρος!… Δεν μπορεί, αυτή πρέπει να’ναι!…» Την κοιτούσα τόσο επίμονα κι διερευνητικά, που μάλλον τ’αντιλήφθηκε. Γύρισε αδιάφορα το πρόσωπό της προς την κατεύθυνση που’ρχονταν τ’ αυτοκίνητα. Κάτι έδειχνε να ψάχνει. Ταξί, λεωφορείο, τρόλεϊ, δεν ήμουν βέβαιος.

Στο προφίλ ήμουν ακόμα πιο σίγουρος πως ήταν Αυτή. Έκαμα μια κίνηση να την πλησιάσω, να της μιλήσω…. Δίστασα!

«Κι αν δεν είναι, τι θα υποθέσει; Μήπως πως είμαι απ’ αυτούς που θέλουν απλά να πιάσουν κουβέντα; Άσε, σιγουρέψου πρώτα!…»

Θολές μνήμες. Σκιές ξεπροβάλουν, βγαλμένες σαν από μουντό φθινοπωρινό πούσι. Ταξιδευτάδες απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια, αναστήθηκαν μέσα μου. Αδυνατώ να τους διακρίνω εμφανώς. Προσπαθώ, αλλά όσο βασανίζω το μυαλό μου, τόσο αυξάνεται η δυσπιστία.

Καλύτερα να της είχα μιλήσει απ’ την αρχή. Ο αυθορμητισμός θα αντικατόπτριζε την αυθεντικότητα και την αγνότητα των προθέσεών μου. Τώρα ήταν αργά. Η συναισθηματική φόρτιση π’ άναψε μέσα μου θα με πρόδιδε και θα φερόμουν αδέξια.

Ο Δημήτρης αργούσε να ’ρθει κι ήμουν αναγκασμένος να βασανίζομαι!… «Να της μιλήσω, ή όχι;». Το ραντεβού ήταν για τις πέντε το απόγευμα, στη στάση Ζωοδόχου Πηγής, δίπλα στην εκκλησία, αλλά αυτός είχε αργήσει.

Τ’ αυτοκίνητα ανέβαιναν με ταχύτατο ρυθμό την Ακαδημίας κι ο Δημήτρης καθυστερούσε. Είχε κίνηση. Κάθε φορά που σταματούσε κάποιο λεωφορείο ή τρόλεϊ, προσπαθούσα με αδημονία να τον εντοπίσω στο πλήθος π’ αποβιβάζονταν. Θα έδινε τέλος στο λογισμό μου «Να της μιλήσω, ή όχι;» κι αυτό με’κανε ν’ ανησυχώ ακόμα περισσότερο για την αργοπορία του.

Αυτή εκεί... Περίμενε… Το ίδιο πλουσιοπάροχο ίσιο κοντό καρέ, ως τον ώμο, με μικρή φράντζα που σκέπαζε το μέτωπο κι άφηνε να ξεπροβάλει τ’ ολοστρόγγυλο μουτράκι της. Στο κατάμαυρο χρώμα, διακρίνονταν στη χωρίστρα η φύτρα π’ άσπριζε.
Γυαλίστηκα στο τζάμι της στάσης. Όχι πως δε το’χα προσέξει, αλλά στα σαράντα επτά μου, το κεφάλι άσπριζε αισθητά. Πως πέρασαν τα χρόνια; Είκοσι επτά χρόνια από τότε!
«Θα της μιλήσω!…» Έκανα μισό βήμα μπροστά, κοντοστάθηκα. Το μετάνιωσα. «Κι έπειτα πως θα δικαιολογηθώ στη Διονυσία!…Έλα καλέ περασμένα αυτά. Μια καλησπέρα θα πεις! Εξάλλου δεν είναι υποχρεωτικό ν’ αναφέρεις πως συναντηθήκατε. Όχι, όχι, όχι!…Δεν είμαι αυτής της πάστας εγώ. Τουλάχιστον να σιγουρευόμουν πως είναι Αυτή!»

........

Το πλήρες κείμενο του διηγήματος στο Βιβλίο «Κρουσταλάγματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΗΛΟΣ τηλ.: 210 9422075


Κυριακή 10 Μαΐου 2009

ΤΟ ΜΠΟΥΡΙΝΙ

Διήγημα

«Γράφει ο: Ευθύμιος Χαρ. Ταλάντης»

Είχα αρχίσει να χαράσσω τις πρώτες σκέψεις στο χαρτί κι επειδή το θέμα είχε σχέση με τη θάλασσα, σκέφτηκα να κατεβώ στην παραλία μήπως κι εμπνευστώ επί του θέματος.

Τι το καλύτερο!…Απόγευμα σε πανέμορφη παραλία στη βόρεια Ελλάδα. Ρομαντικά, για τακτοποίηση σκέψεων. Ο καιρός βέβαια ήταν μουντός, συννεφιασμένος κι η Ε.Μ.Υ είχε προβλέψει βροχοπτώσεις για την περιοχή, αλλά αυτό δε με πτοούσε. Και με συννεφιά, η θάλασσα δεν παύει να προσφέρει γαλήνια ψυχική νηνεμία.
Το μεγάλο παραθεριστικό συγκρότημα που περνούσαμε οικογενειακώς τις διακοπές, ενώ ήταν κατάλληλο για διαμονή και διασκέδαση, ιδιαίτερα για τα παιδιά που ασχολούνταν μ’ένα σορό αθλοπαιδιές, για τις οποίες φρόντιζαν οι υπεύθυνοι του συγκροτήματος να παρέχουν γενναιόδωρα στους φιλοξενούμενους -όλοι απ’ τον ίδιο χώρο δουλειάς- δεν ήταν όμως ο ιδανικός χώρος για περισυλλογή σκέψεων, πόσο μάλλον όταν το θέμα που επεξεργαζόμουν είχε άμεση σχέση με τη θάλασσα.
Όταν κάθομαι αντίκρυ της και τη θωρώ, έτσι όπως αναδεύεται απαλά-απαλά, μ’ αυτό το διαρκές χαμόγελο, δε μπορεί φτιάχνει η διάθεση για γράψιμο!
Όχι πως την έχω δει σώνει και καλά συγγραφέας!… Αλλά να!… Το να χαράζω κάποιες όμορφες στιγμές στο χαρτί έχει κι αυτό τη δικιά του γοητεία.
Δεν έχω ακόμα καταλάβει πως μου προέκυψε αυτό το φρούτο. Ούτε είμαι σίγουρος πως αυτά που γράφω ωφελούν σε κάτι. Άλλωστε ούτε που με νοιάζει!… Γράφω για μένα κι αυτό μ’ αρέσει!.. Ίσως όταν ξαναδιαβάζω τα γραπτά μου αναπολώ συγκινησιακές καταστάσεις κι αυτό είναι όλο!… Έτσι και τότε, ήθελα απλά, να γράψω κάτι απ’ τα παλιά.
Αποφάσισα λοιπόν να κατέβω στην παραλία. Το καρεκλάκι, τα τσιγάρα, και τα σύνεργα μάχης, το μπλοκ με το μολύβι, θεώρησα τα πιο απαραίτητα που θα ’παιρνα μαζί μου.
- «Θα σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο μέχρι το σημείο που θέλεις», προσφέρθηκε η γυναίκα μου.
Η ίδια ήθελε να μεταβεί στο πλησιέστερο κατάστημα για μικροψώνια και σκέφτηκε πως πηγαίνοντάς με στην παραλία θα’χε στη διάθεσή της τ’ όχημα για τις μετακινήσεις της. Άλλωστε εμένα δε θα μου ήταν πλέον απαραίτητο.
- «Εντάξει» είπα συγκαταβατικά.
- «Αλλά αν δεις πως αρχίζει να βρέχει, να ’ρθεις να με πάρεις», συμπλήρωσα με νόημα, αφού το ενδεχόμενο να ξεσπάσει μπόρα ήταν αρκετά μεγάλο!
Η παραλία, μια απ’ τις ωραιότερες της χώρας μας, εκτεινόταν σε απόσταση περί τα τρία χιλιόμετρα, την οποία διέσχιζε παράλληλα ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Απ’ το δρόμο μέχρι τη θάλασσα, μια πλατιά ζώνη τριάντα με σαράντα μέτρα, η μισή κατάφυτη με πρασινάδα και δέντρα, το υπόλοιπο κομμάτι, παραλία με πολύ ψιλή αμμουδιά, που κατέληγε σε πεντακάθαρη θάλασσα. Ανοιχτό πέλαγος βλέπεις! Κι ο νους να ταξιδεύει, πέρα μακριά, ώσπου χάνεται.
Η γυναίκα μου δεν ήταν το κατάλληλο άτομο για έρευνα και διάσωση, ο προσανατολισμός της είναι λίγο περίεργος, δεν έδινε σημασία στις λεπτομέρειες κι αυτό το γνώριζα αρκετά καλά, έτσι, κατά τη διαδρομή φρόντιζα να επιλέγω σημεία που εκτός από ρομαντική διάθεση, να είμαι κοντά σε κάποιο κιόσκι που θα με προφύλασσε σε περίπτωση βροχής.
- «Έχεις μαζί σου το κινητό για να συνεννοηθούμε σε περίπτωση βροχής;» μου αντέτεινε.
- «Δε χρειάζεται το κινητό, εάν ξεκινήσει βροχή θα έρθεις να με πάρεις» επανέλαβα μηχανικά.
Γενικά είμαι κατά του κινητού. Όσο εξυπηρετικό είναι, ενδεχομένως τόσο επιβλαβές ν’ αποδειχθεί μελλοντικά για την υγεία μας κι γι’αυτό αποθαρρύνω τη χρήση του. Πόσο μάλλον τότε που ήθελα να βρεθώ σε ρεμβασμό και το ενδεχόμενο να χτυπήσει το κινητό θα με έβγαζε απ’ τις σκέψεις κι άντε να τις ξαναμαζέψεις, ένας επιπλέον λόγος που ήμουν τελείως αρνητικός σ’ αυτό το εργαλείο, ωστόσο όμως το’χα πάνω μου απενεργοποιημένο για κάθε ενδεχόμενο.
Κατά τη διαδρομή, εντόπισα σε κάποιο σημείο να βρίσκεται ένα κιόσκι, απ’ αυτά που στήνουν οι Δήμοι για να προφυλάσσονται οι λουόμενοι που περίμεναν τα λεωφορεία για τις μετακινήσεις τους.
Ήταν ένα ξύλινο κιόσκι, δίπλα στον ασφαλτόδρομο, όχι πολύ μεγάλο, με κεραμοσκεπή, γουστόζικα φτιαγμένο, έδενε αρμονικά με το τοπίο και την περιοχή. Απ’ το κιόσκι, η παραλία δεν απείχε περισσότερο από δέκα μέτρα και έτσι αποφάσισα να παραμείνω σ’ εκείνο το σημείο για το ρομαντικό μου απόγευμα.
Έστησα το ειδικό για παραλία καρεκλάκι, πάνω στη ριζοτή αμμουδιά, κάτω απ’ τη μεγάλη ψάθινη ομπρέλα, που προφανώς είχε στηθεί κι αυτή απ’ το Δήμο για τους λουόμενους.
Η θάλασσα ήταν απόλαυση, ένα απέραντο πέλαγος απλώνονταν μπροστά μου, ήρεμο-ήρεμο π’ άλλαζε χρωματισμούς αναλόγως των ρευμάτων και της συννεφιάς που επικρατούσε.
Είχα αρχίσει να μπαίνω στο θέμα και το συγγραφικό μου ίστρο ξεχείλιζε αβίαστα πάνω στο χαρτί, όταν οι πρώτες αστραπές χαράκωσαν βαθιά τον ουρανό. Κάπως βορειότερα βέβαιά, αλλά με σαφή διεύθυνση προς το σημείο που βρισκόμουν.
Οι λουόμενοι που βρίσκονταν εκείνη τη ώρα στην παραλία, μάζευαν βιαστικά τα πράγματά τους, άρχιζαν να επιβιβάζονταν στα οχήματά τους και να απομακρύνονται.
Παράτησα το γραφτό μου και παρατηρούσα τις γρήγορες μεταβολές που συντελούνταν γύρω μου. Η άτακτη φυγή των λουόμενων, τα μαύρα σύννεφα που πλησίαζαν απ’ τα βόρεια, απειλητικά προς το μέρος μου, οι αστραπές π’αυλάκωναν τον ουρανό, το μελανί χρωματισμό που έπαιρνε η επιφάνια της θάλασσας, το βοριαδάκι που βαθμιαία δυνάμωνε.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχα απομείνει μόνος στην απέραντη παραλία, όταν οι πρώτες χοντρές σταγόνες έσκαγαν με δύναμη πάνω στη ψιλή αμμουδιά.
Μέχρι να μαζέψω τα πράγματά μου για να μεταβώ στο κιόσκι, η ένταση και η πυκνότητα της βροχής δυνάμωνε με γοργό ρυθμό.
Γνώριζα απ’ τα μέρη μου πως αυτά τα ξαφνικά καλοκαιρινά μπουρίνια, έχουν μεν μεγάλη ένταση, αλλά δεν έχουν πολύ διάρκεια. Εκείνο που δε γνώριζα, ήταν, πως στη βόρεια Ελλάδα, το χαλάζι έχει τριπλάσιο μέγεθος, λόγω ανοιχτής θάλασσας και της πεδιάδας που γειτνιάζει, απ’ ότι στα δικά μου μέρη που περικλείονται από ψηλά βουνά και η θάλασσα δεν είναι ανοιχτό πέλαγος.
Δε θα είχα λεπτό που είχα μπει στο κιόσκι όταν άρχισε η χαλαζόπτωση.
Κοιτούσα με αδημονία το δρόμο, προς την κατεύθυνση που θα ερχόταν η γυναίκα μου, αλλά μάταια! Τα τελευταία οχήματα είχαν εγκαταλείψει την περιοχή πριν από τρία περίπου λεπτά κι εγώ βρισκόμουν στο διάβα της θεομηνίας.
Η δύναμη του αέρα, σε συνδυασμό με την υπερμεγέθη χαλαζόπτωση, σε σημείο που ευχόμουν να μην είχε ξεκινήσει η γυναίκα μου προς αναζήτησή μου, γιατί ήταν φανερό πως θα έκανε ζημιά στο αυτοκίνητο, μου ξύπνησε μέσα μου ένα έντονο συναίσθημα φόβου.
Οι αστραπές που έπεφταν πλέον πιο κοντά μου, με βεβαίωναν πως βρισκόμουν στο διάβα της κακοκαιρίας.
Προσπαθούσα να προφυλαχθώ απ’ τη φοβερή θεομηνία, όταν άρχισαν να ξεκολλάνε οι ραμποτέ ξυλοσανίδες απ’ την ανατολική πλευρά του παραπήγματος, ενώ αρκετά απ’ τα κεραμίδια έσπαγαν απ’ το χαλάζι και τα κομμάτια τους τα πετούσε ο αέρας πέρα μακριά όπως τα ξερά πλατανόφυλα στο ελαφρύ αεράκι.
Έντρομος προσπαθούσα να συγκρατήσω τις ξυλοσανίδες ενώ ο φόβος για το ανεπάντεχο με κυρίευε κυριολεκτικά.
Ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα και τα λιγοστά δέντρα λύγιζαν ως κάτω, κάνοντας βαθιά μετάνοια σα να υποκλίνονταν στη δύναμη του Αίολου. Οι βροντές απ’ τους κεραυνούς που πλησίαζαν ακούγονταν ωσάν ομοβροντία συστοιχίας ορειβατικού πυροβολικού, αυξάνοντας το φόβο που’χε ριζωθεί μέσα μου.
Στριμώχτηκα όσο μπορούσα προς τη βορειοανατολική άκρη, κρατώντας ταυτόχρονα με το δεξί μου χέρι τις ραμποτέ ξυλοσανίδες που κόντευαν να αποκολληθούν ολοσχερώς και να μείνω εντελώς ακάλυπτος. Η πίεση του αέρα και τα χτυπήματα απ’ την υπερμεγέθη χαλαζόπτωση που έπεφταν με μανία, σα σφαίρες στη βορειοανατολική πλευρά, έκανε όλο το παράπηγμα να δονείται κυριολεκτικά, έτοιμο ν’ αποκοπή τελείως απ’ τα σημεία που το κρατούσαν πακτωμένο σταθερά στη γη.
Ο βραχύς θόρυβος απ’ το κλαδί κάποιου δέντρου π’ έσπαγε εκεί κοντά, με τρόμαξε ακόμα περισσότερο, ωστόσο δεν είχα την ορατότητα να δω, ήταν αδύνατο να διακρίνω -απ’ την ανοιχτή πλευρά του παραπήγματος- οτιδήποτε πέρα απ’ τα πέντε μέτρα, λες κι ουρανός με τη θάλασσα είχαν βαλθεί να σκεπάσουν το σημείο που βρισκόμουν.
Οι λάμψεις κι οι βροντές απ’ τις αστραπές και τους κεραυνούς που πλησίαζαν, ο θόρυβος απ’ τον αέρα και τη χαλαζόπτωση, που’χε φτάσει στο ζενίθ της έντασης, έκαναν ολόκληρο το παράπηγμα να τριζοκοπά, δημιουργούσε μια αξεπέραστα εφιαλτική ατμόσφαιρα.
Ήτανε ολοφάνερο, βρισκόμουν στο επίκεντρο της φοβερής θεομηνίας χωρίς να’χω καμία απολύτως δυνατότητα διαφυγής, ούτε καν ελπίδα διάσωσης, αφού ήταν αδύνατη η προσέγγιση οποιοδήποτε τροχοφόρου στην περιοχή χωρίς να κινδυνεύει κι το ίδιο να υποστεί ζημιά απ’ το χαλάζι και από διάφορα αντικείμενα που πετούσαν κυριολεκτικά στον αέρα.
Στο ενδεχόμενο πως μπορεί και να διερχόμουν τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου, πανικοβλήθηκα κυριολεκτικά. Έφερα στο μυαλό μου, μ’ αστραπιαία ταχύτητα, παραστάσεις απ’ τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μου.
Λένε, πως, «όταν διαισθάνεσαι το τέλος σου, προσπαθείς απεγνωσμένα να κάνεις αποτίμηση του έργο της ζωής και της παρουσία σου στη γη». Είναι μάλλον μια μάταια προσπάθεια να κρατηθείς ζωντανός.
Ξαφνικά μια ισχυρότατη λάμψη κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος κάλυψαν τα πάντα γύρω μου. Ένοιωσα να χάνομαι, κάτι σαν να πέφτω με μεγάλη ταχύτητα στο κενό. Μια στιγμιαία αδυναμία να συμμαζέψω το νου μου, που περνούσε σ’ άλλη διάσταση.
Και εκεί που έπεφτα στο κενό, χέρια!…, πολλά χέρια!…, ασώματα, απ’ τον καρπό και κάτω, με τραβούσαν προς τα πάνω, αδιευκρίνιστο που!… Δεν είχα τη δύναμη να αντιδράσω. Ταξίδευα με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι ο φόβος διαρκώς μεγάλωνε. Δεν είχα ιδέα που μπορεί να με πήγαιναν, όταν μου φάνηκε πως με έφεραν σε μια τεράστια αίθουσα και με έστηναν μπροστά σε ένα ημικυκλικό έδρανο, όπου βρίσκονταν δέκα μαυροφορεμένες φιγούρες.
- «Αμάν!… Πέθανα στ’αλήθεια και περνάω το δικαστήριο της κρίσης!» σκέφτηκα.
Οι φιγούρες δεν ήταν ευδιάκριτες, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω χαρακτηριστικά προσώπων κι δεν ήμουν σίγουρος εάν επρόκειτο για Αγγέλους ή κάτι άλλο. Σαν τους καλόγερους στα μοναστήρια του Άθωνα, όταν προσέρχονται τις πρώτες πρωινές ώρες στην εκκλησία, δεν μπορείς, με το λιγοστό φως των κεριών, να διακρίνεις λοιπά χαρακτηριστικά, μόνο απ’ το σουλούπι της σιλουέτας είναι δυνατόν να μαντέψεις ποιος μπορεί να είναι απ’ όλους, έτσι δε γνωρίζεις αν πρόκειται για Αγίους ή τυχοδιώκτες. Δεν ήμουν λοιπόν σίγουρος τι ακριβώς ήταν οι φιγούρες.
Μου υπέδειξαν να καθίσω σε μια καρέκλα που υπήρχε μπροστά στο ημικυκλικό έδρανο, ενώ δεν αισθανόμουν τα μέλη του σώματός μου, με την έννοια της αίσθησης που προσδίδει ο πόνος. Είχα όμως την εντύπωση πως διέθετα την αρτιμέλεια μου στο ακέραιο και πως μπορούσα να τη χρησιμοποιώ κατά βούληση, όπως κι όταν ήμουν ζωντανός.
Δεξιά μου ήρθε και κάθισε ένα αγγελάκι. Χαριτωμένο που ήταν!…, Με τις φτερούγισες του, το ολοφώτεινο προσωπάκι του, το χρυσόλαμπρο φωτοστέφανό του!… Με κοίταξε με στοργή. Μου χαμογέλασε με νόημα, σα να μου ’λεγε «μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ!».
Πήρα λίγο θάρρος, μέχρι που… τσούφ!… Εμφανίστηκε ένα διαβολάκι στα αριστερά μου. Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήταν κι αυτό χαριτωμένο, έτσι μαυριδερό που ήταν, με τα κερατάκια του, με την ουρίτσα του, το κοντό γενάκι στο πιγούνι. Είχε ένα σαρδόνιο χαμόγελο που μου πάγωνε το αίμα, άσε κάθε φορά που μ’ ακουμπούσε ανατρίχιαζε ολόκληρο το κορμί μου κι όλο τραβιόμουν προς τη μεριά που ήταν το αγγελάκι.
- «Μου είσαι συμπαθής, αν σε πάνε στην κόλαση θα κάνουμε παρέα» μου είπε το διαβολάκι και μου έκοψε κυριολεκτικά τα πόδια.
Στο αριστερό άκρο του εδράνου καθόταν ένας κακομούστινος, μαυριδερός σαν αράπης. Κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο χοντρό βιβλίο. Σηκώθηκε όρθιος κι αφού εκφώνησε δυνατά τα προσωπικά μου στοιχεία, άνοιξε το μεγάλο βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει με στόμφο, μ’ αυτή τη βροντώδη φωνή που μου έκοβε την ανάσα.
Απέδιδε τις φάσεις της προσωπικής μου ζωής, περιγράφοντας λεπτομερέστατα και τη παραμικρή πτυχή της απόκρυφης συμπεριφοράς μου. Ταυτόχρονα σε γιγαντοοθόνη στο μεγάλο τοίχο, πίσω απ’ τις μαυροφορεμένες φιγούρες, προβάλλονταν σε τρισδιάστατη απεικόνιση τα γεγονότα που διάβαζε ο «Κακομούτσινος».
Αρκετά απ’ τα γεγονότα, που πριν λίγο έβλεπα εγώ με τα δικά μου μάτια, τ’ άκουγα απ’ αυτόν, αλλά με εντελώς διαφορετική άποψη.
Γύρισα προς το ακροατήριο, έβλεπα να με κοιτάζουν με κάπως υποτιμητικό βλέμμα.
Εμένα το συγγραφέα, τέλος πάντων, μου έβγαζε αυτός ο αχαΐρευτος τ’ άπλυτα στη φόρα! Να με ξευτελίζει έτσι δα μπροστά στον κόσμο! Εμένα, που όταν μιλούσα απ’ το βήμα, στις διάφορες εκδηλώσεις, με χειροκροτούσε το ακροατήριο και στο τέλος έτρεχαν μικροί και μεγάλοί να μου σφίξουν το χέρι! Ήταν ανάγκη αυτός ο μπαγάσας να τα λέει όλα και με τόσες λεπτομέρειες.
Είχα γίνει κατακόκκινος απ’ τη ντροπή μου! Κι αυτός δεν έλεγε να σταματήσει, ή τέλος πάντων να πει και καμιά καλή κουβέντα και για μένα, «τι στο καλό, δεν είχα κάνει τίποτα καλό στη ζωή μου;» αναρωτήθηκα.
Εκείνο έκανε τότε!… Έτσι σκέφτηκε στη τάδε περίσταση!… Με αυτό τον τρόπο ενεργούσε στη άλλη περίσταση!…
Έψαχνα εναγωνίως να εντοπίσω ανάμεσα στο ακροατήριο το φίλο μου τον Κώστα. Είχε πεθάνει πριν ένα χρόνο και ο όσο ζούσε, με τη λογοτεχνική του δεινότητα, είχε αφήσει εποχή στα γράμματα «Δεν μπορεί – σκέφτηκα- αυτός θα χαίρει εκτίμησης κι εδώ στον άλλο κόσμο, ήταν ευυπόληπτος άνθρωπος και με αγαπούσε όσο ζούσε»
Ο Κώστας, ήταν βέβαια, μεγαλύτερος από μένα κι ’χε πεθάνει από γηρατειά, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Μου είχε κάνει καλή κριτική για ένα γραπτό μου, άρα μπορούσα να τον είχα σύμμαχο ώστε να πει καμιά καλή κουβέντα και για μένα «Τι κόρακα δεν πιστεύω να τα γυρίσει τώρα που άκουγε τις κατηγορίες και μάθαινε τα απόκρυφα μυστικά μου» είπα μέσα μου.
Ρώτησα το αγγελάκι που στεκόταν εκεί δίπλα, μήπως τον είχε δει πουθενά. Μου απάντησε πως εκείνη την ώρα βρισκόταν σε μια άλλη αίθουσα, γιατί είχε πεθάνει από τροχαίο ένας φίλος του δικηγόρος κι είχε πάει να του συμπαρασταθεί.
Είχα απογοητευτεί, βασάνιζα τον εαυτό μου να θυμηθώ ποιόν άλλον γνώριζα, έτσι με κύρος, που να είχε πεθάνει και να με γνώριζε, ώστε να πει καμιά καλή κουβέντα και για μένα, γιατί αυτός ο αχρόνιαγος που διάβαζε το κατηγορητήριο δε παρέλειπε τίποτα. Ακόμα και τις παιδικές μου σκανταλιές έβγαζε στη φόρα, τότε που έπινα κρυφά το πετιμέζι που φύλαγε στη μποτίλια η μάνα μου για να φτιάξει τα γλυκά τα Χριστούγεννα κι εγώ για να μην καταλάβει τίποτα απογέμιζα τη μποτίλια με κρασί για να μην εντοπίσει πως κατέβαινε η στάθμη. Σε τέτοιες λεπτομέρειες είχε επεκταθεί. Φαίνεται ήθελα σώνει και καλά να με καταδικάσει.
Οι φιγούρες απέναντί μας, βλοσυρές, βλοσυρές άκουγαν χωρίς να δείχνουν πως εκπλήσσονταν. Προφανώς τους ήταν γνωστό το περιεχόμενο του βιβλίου και δεν εκπλήσσονταν. Αντίθετα, το ακροατήριο πίσω μου σιγομουρμούριζε και κάπου σα να μου φάνηκε πως άκουσα τη λέξη «ντροπή».
Άκουγα ένα, ένα όλα τα περιστατικά της ζωής μου με μορφή βαριάς κατηγορίας, κι ομολογουμένως για πολλά είχα την εντύπωση πως δεν ήταν και τόσο επιλήψιμα. Αλλά αυτός ο άτιμος, εκεί!… Με αυστηρό ύφος μού απέδιδε κατηγορίες!
Για αρκετά περιστατικά πράγματι ντράπηκα κι εγώ που άκουγα. Ήθελα να ήταν διαφορετικά τα πράγματα να γυρίσω στη ζωή και να διορθώσω τα σφάλματά μου. Για άλλες κατηγορίες, είχα την εντύπωση πως ήταν πολύ αυστηρός μαζί μου, αλλά συνειδητοποιούσα πως αν είχα αποφύγει μερικές κακοτοπιές, δε θα’χα δώσει την ικανοποίηση σ’ αυτόν εδώ τον κακομούτσινο να μου απαγγέλλει μ’αυτό το επικριτικό ύφος κατηγορία, κουνώντας επιδεικτικά το δείκτη του δεξιού του χεριού.
Έσκυψα το κεφάλι απογοητευμένος απ’ τον εαυτό μου «Τόση προσπάθεια - είπα μέσα μου-, εγώ ο συγγραφέας να γίνω σήμερα ρεζίλη των σκυλιών. Τόσα επικριτικά πράγματα να λέει για μένα αυτός ο κακομούτσινος, απ’ τα μυστικά που τα φύλαγα με επιμέλεια απ’ τα μάτια και τα αυτιά των ανθρώπων και να τα μαθαίνει σήμερα όλος ο κόσμος». Ακόμα και τις ενδόμυχες σκέψεις μου φανέρωνε ο μπαγάσας. «Ετοιμάσου- είπα στον εαυτό μου- για τα καζάνια της κόλασης! Εκεί κάτω ούτε το συγγραφιλίκι θα σου χρειάζεται ούτε κάτι ανάλογο»
Εκείνη τη στιγμή έγινε ησυχία κι όλοι σηκώθηκαν όρθιοι. Στη γιγαντοοθόνη έβλεπα να ψέλνουν κάποια εξόδειο ακολουθία και άκουγα τη μελωδικιά φωνή του Παπαγιάννη της ενορίας μου να ψέλνει «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. Ου παραμένει ο πλούτος, ού συνοδεύει η δόξα, επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται.» Ρώτησα το αγγελάκι τι συμβαίνει και μου λέει «Δεν είναι τίποτα, το λείψανό σου έχουν στον Αϊ Θανάση, στην ενορία σου και διαβάζουν την εξόδειο ακολουθία και κάθε φορά που φτάνουν σ’ αυτό το τροπάριο κάνουμε ησυχία και σηκωνόμαστε όρθιοι»
«Πότε πρόλαβαν και πήραν το λείψανο και το πήγαν στον τόπο μου και με ψέλνουν κιόλας!» σκέφτηκα.
«Δεν έχει σημασία ο χρόνος εδώ πάνω» μου απήντησε το αγγελάκι που’χε διαβάσει τις σκέψεις μου.
Είχα μια απορία για το ποιοι θα είχαν στεναχωρηθεί πραγματικά εκεί κάτω, για το χαμό μου, αλλά λόγω διαδικασίας μάλλον δε θα μου έδιναν άδεια να παρακολουθήσω κι εγώ την κηδεία μου, έτσι δεν έκανα καμιά κίνηση να ζητήσω άδεια.
Η διαδικασία συνεχίστηκε μόλις τελείωσε το τροπάριο κι εγώ είχα γίνει κατακόκκινος απ’ τη ντροπή μου, γιατί αυτός ο αχαΐρευτος δεν έλεγε να σταματήσει, ή τέλος πάντων να πει και καμία καλή κουβέντα. Τι στο καλό, δεν είχα κάνει και κάτι καλό στη ζωή μου, όλα ήταν αμαρτήματα.
«Αν είχα τουλάχιστον μια δεύτερη ευκαιρία, να κατέβω στη γη. Να διορθώσω όλα αυτά που μου καταμαρτυρούσαν. Να μιλήσω επιτέλους με αυτούς που είχαμε ενοχληθεί. Να καταπραΰνω κάπως τις έντονες εξάρσεις του χαρακτήρα μου. Να…! Να…! Να…! ή έστω να είχα πάει σε ένα πνευματικό να εξομολογηθώ και να ζητήσω συγχώρηση» σκεφτόμουν, όταν μια απαστράπτουσα λάμψη κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος, κάπως πιο μακριά απ’ τον προηγούμενο, σημάδι πως απομακρυνόταν το μπουρίνι, με επανέφερε στη πραγματικότητα, και με έβγαλε από τη δυσάρεστη κατάσταση που μου ’χε επιβάλει ο φόβος του θανάτου.
Οι ραμποτέ ξυλοσανίδες συγκρατούνταν αποκλειστικά από το δεξί μου χέρι κι έπρεπε να επιμείνω ωσότου περάσει τελείως η καταιγίδα. Πάλευα με τα στοιχεία της φύσης με εμφανή όμως σημάδια απομάκρυνσης ενός ανεπάντεχου κίνδυνου, ωστόσο η φυσιογνωμία αυτού του Κακομούτσινου αράπη είχε μείνει χαραγμένη βαθιά στο μυαλό μου και με προβλημάτιζε σοβαρά, αλλά είχα να επιλύσω σημαντικά ακόμα ζητήματα ώσπου να έρθουν να με πάρουν.
Πέρασε ακόμη κάμποση ώρα όταν αντίκρισα στο βάθος του δρόμου την πράσινη Alfa Romeo να πλησιάζει προς το μέρος μου μ’ αναμμένα τα φώτα στάθμευσης, σημάδι πως η γυναίκα μου είχε χάσει τον προσανατολισμό της για το σημείο που με είχε αφήσει και ήταν στην αναζήτηση.
Μόλις με προσέγγισαν είδα τη φάτσα του φίλου μας του Θοδωρή, που έμεινε στο διπλανό σπιτάκι απ’ το δικό μας, να κοιτάζει ερευνητικά απ’ το θολωμένο τζάμι του συνοδηγού. Πετάχτηκα απ’ την κρυψώνα μου αφήνοντας τις ραμποτέ ξυλοσανίδες να σωριαστούν χάμω κι έτρεξα προς το αυτοκίνητο.
- «Που είσαστε βρε παιδιά, γιατί δεν ήρθατε ενωρίτερα, έμεινα μόνος στη παραλία» ήταν τα πρώτα λόγια που τους είπα όταν μπήκα βιαστικά μέσα στο αυτοκίνητο, γιατί δεν είχε ακόμα σταματήσει η βροχή.
- «Ήταν αδύνατον να προσεγγίσουμε το σημείο αυτό της παραλίας, γιατί είχε αποκοπεί ένα δέντρο κι έκλεινε το δρόμο, αλλά βλέπαμε την πορεία που είχε το μπουρίνι κι ανησυχούσαμε για σένα» μου εξηγούσε η γυναίκα μου για να δικαιολογήσει την αργοπορία της.
- «Παιδιά είδα το χάρο με τα μάτια μου, δεν σας λέω ψέματα!» τους είπα, αλλά μάλλον το εξέλαβαν ως σχήμα λόγου.
Πέρασε τόσος καιρός και η φάτσα του «Κακομούτσουνου» βρίσκεται ακόμα καρφωμένη στο μυαλό μου, κι όλο λέω, από Δευτέρα κάτι πρέπει να κάνω για αυτά που ήταν γραμμένα για μένα στο χοντρό βιβλίο.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ ΣΕ ΔΥΣΒΑΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ


Διήγημα
Γράφει ο: Ευθύμιος Χαρ. Ταλάντης

Αίθουσες απρόσωπες, ψυχές, παγερές σαν κολώνες, με παντελή έλλειψη δομικής επικάλυψης. Σκέτο εμφανές μπετό χρωματισμένο με λευκό και γκρίζο πλαστικό. Τα παράθυρα βαριά, χοντρά πράσινα λαδομπογιατισμένα κάγκελα χωρίς παντζούρια κι αμπάρες παντού!… Ψυχοπλάκωμα στην κυριολεξία!… Μόνο απ’ τις κινηματογραφικές ταινίες είχα αντίληψη περί του χώρου των φυλακών!…Αλλά υπάρχει τεράστια διαφορά απ’ τις ταινίες, με το να βρεθείς πίσω απ’ τα κάγκελα, ανεξάρτητα το λόγο για τον οποίο βρίσκεσαι εκεί.

Φυλακή!…Παράξενος χώρος για τους πολλούς, τους απ’ έξω δηλαδή. Φορτωμένος με χιλιάδες μύθους. Φήμες ανακατωμένες μ’ αλήθειες και ψέματα!.. Υπερβολές, αλλά και συμβάντα που ξεπερνούν τη φαντασία και του πιο αλαφροΐσκιωτου στοχαστή. Εμπειρίες φοβερές!…Η εναλλαγή συναισθημάτων σε συνεχή ροή, ορμητικά ποτάμια που ξεχύνονται μετά την καταιγίδα.

Το Σάββα το γνώρισα σ’ ένα τέτοιο χώρο. Απ’ την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας είχα επισημάνει κάτι διαφορετικό πάνω του. Το βλέμμα απλανές!…Ακυβέρνητο στο διάστημα, έδειχνε σα να βασανίζεται απ’ το πουθενά. Μόνο το σώμα ήταν στην αίθουσα κι αυτό πρόωρα γερασμένο. Φαινόταν τουλάχιστον τα διπλάσια χρόνια κι ας μην ήταν παραπάνω από είκοσι πέντε χρονών. Είχε χάσει τη σπιρτάδα της νιότης του.

- «Σάββας, φοιτητής γεωπονικής, και δεν έχω καμιά γνώση υπολογιστών» είπε ξερά, σχεδόν νωχελικά, όταν ήρθε η σειρά του να αυτοσυστηθεί.
- «Ωραία!…» είπα, με συγκαταβατικό ύφος, δίνοντάς του να καταλάβει πως δεν ήταν απαραίτητο να έχει εκ των προτέρων κάποιες γνώσεις.

Με τον Ηλία τον Κατραμάτο είχαμε αναλάβει από κοινού την εκπαίδευση των κρατουμένων, πάνω στις νέες βασικές δεξιότητες με χρήση ψηφιακής τεχνολογίας, που διεξαγόταν στο νεόδμητο σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης βαρυποινιτών στο Μαλανδρίνο.

Πρόκληση για μένα ένας τέτοιος χώρος!…Είχα ανταποκριθεί θετικά στην ανακοίνωση που είχε βάλει Κρατικός φορέας σε τοπική εφημερίδα, προς αναζήτηση εκπαιδευτών για το συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Η πρώτη ημέρα, απ’ τις πιο χαρακτηριστικές στη ζωή μου. Ο Ηλίας, μου ’χε παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία κι έπρεπε να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά.

Τρεις σωφρονιστικοί, όρθιοι στα δύο βήματα μπροστά μου, τάχα για την προστασία μου, με κοιτούσαν μ’ απορία στα μάτια. Περίμεναν ν’ ακούσουν τι έχω να πω σ’ αυτά τα «αποβράσματα της κοινωνίας». Δέκα κρατούμενοι από κάτω, με γραδάρανε με τα μάτια από πάνω ως κάτω, για να κόψουν τι κουμάσι είμαι!…Ένιωθα την ενέργεια που εκπέμπονταν απ’ τα μάτια ολονών, στην προσπάθειά τους να ακτινογραφήσουν τα εσώψυχά μου.

Για μεν τους σωφρονιστικούς ήμουν ένας επιπρόσθετος μπελάς!…Αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να επιφορτιστούν με την ασφάλειά μου, ενώ με’βλεπαν με μια δόση καχυποψίας, ίσως ως ένα εν δυνάμει βαποράκι που εισέβαλε στο άβατό τους. Για δε τους κρατούμενους, η επιφυλακτικότητα και η καχυποψία ήταν εξίσου εμφανείς. Γι αυτούς ενδεχομένως και να ήμουν απλά ένας χαφιές της διοίκησης.

Καλούμουνα να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων και να τοποθετήσω τον εαυτό μου στο επίπεδο ακριβώς που υπαγόρευε ο λόγος της παρουσίας μου σε’κείνο το χώρο, δηλαδή, να μεταδώσω γνώσεις πάνω στις βασικές δεξιότητες με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και τίποτα παραπάνω.

Μέσα σε ένα τέτοιο χώρο ήμουν προετοιμασμένος, τουλάχιστον θεωρητικά, πως θα συναντούσα κάθε καρυδιάς καρύδι. Για εκείνο που δεν με είχε προετοιμάσει κανείς, ήταν πως εκεί μέσα θα συναντούσα και ανθρώπους, κι ευτυχώς για μένα το συνειδητοποίησα απ’ την πρώτη κιόλας επαφή.

Η θεία της γυναίκας μου ήταν κατηγορηματική, όταν έμαθε πως θα ξεκινούσα μαθήματα στη φυλακή. «παιδάκι μου μην αφήσεις τον άντρα σου να πάει εκεί μέσα!…Δόξα το Θεό τη δουλειά του την έχει, χρήματα βγάζει, δεν έχετε οικονομική ανάγκη, είναι επικίνδυνα εκεί μέσα με τόσους κακούργους!… Ακούς τι σου λέω, μην τον αφήσεις!…» έλεγε στη γυναίκα μου. Εκείνη, παρά τους όποιους αρχικούς ενδοιασμούς, δεν έφερε καμιά αντίδραση στην απόφασή μου.

Βέβαια δεν είχε δίκιο η θεια, αλλά ούτε κι άδικο!…Πράγματι δεν αντιμετώπιζα βιοποριστικό πρόβλημα για να αναζητήσω δουλειά απελπισίας, μια δουλειά που θα έβαζε σε κίνδυνο τη σωματική μου ακεραιότητα, ή σε δοκιμασία και ταλαιπωρία τη ψυχική μου διάθεση. Ήταν μάλλον μια αυθόρμητη απόφαση που την πήρα αβασάνιστα.

Ακόμα και τούτη την ώρα στο εξομολογητήριο της ψυχής, όπου χαράζω αυτές τις γραμμές, δεν έχω καταλήξει τι ακριβώς ήταν εκείνο που βάρυνε περισσότερο στην απόφασή μου να ενδώσω στην πρόκληση. Ήταν ο επιπλέον μπουναμάς στον οικογενειακό κουρβανά; Ήταν η περιέργεια για το άβατο των πολλών; Ήταν η χαρά της προσφοράς;…η ικανοποίηση της διδασκαλίας; Ή όλα αυτά μαζί;

Πάντως ό,τι και να μέτρησε περισσότερο, εκείνο που’χε σημασία, ήταν πως έπρεπε να υπερβώ τον εαυτό μου και να μπω σε χωράφια δύσβατα. Καλούμουν να μεταδώσω γνώσεις για ένα γνωσιακό αντικείμενο, το οποίο ναι μεν κατείχα καλά, αλλά δεν είχα εμπειρία στην εκπαίδευση.

Οι συζητήσεις που είχαμε με τη διοίκηση του σωφρονιστικού καταστήματος, σχετικά με τις συμπεριφορές των κρατουμένων, μάλλον με μπέρδεψαν περισσότερο παρά μου ξεδιάλυναν το τοπίο μπροστά μου. Μόνο όταν, πολύ αργότερα, συμμετείχα σε πολύωρα σεμινάρια πάνω στην εκπαίδευση ενηλίκων κι ιδιαίτερα σε τέτοιες ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, αντιλήφθηκα πως το ένστικτο μ’ είχε οδηγήσει σωστά στα δύσβατα μονοπάτια της εκπαίδευσης των ενηλίκων.

Η ομάδα εκπαίδευσης ήταν αυστηρά προκαθορισμένη στα δέκα άτομα και η επιλογή είχε γίνει απ’ τη διοίκηση του σωφρονιστικού καταστήματος. Τα κριτήρια, προφανώς είχαν να κάνουν με τη συμπεριφορά του καθενός στο διάστημα κράτησης.

Ο Σάββας, ρυτιδιασμένο πρόσωπο, μετρίου αναστήματος με κοντά μαύρα μαλλιά, στην αρχή δεν είχε κανένα ενδιαφέρον!…Εκτελούσε μηχανικά τις όποιες ασκήσεις λες κι έκανε αγγαρεία. Ίσως και να’ταν πραγματικά αγκαρία γι’ αυτόν η συμμετοχή στο πρόγραμμα εκπαίδευσης. Με τον Ηλία είχαμε κάνει το σχετικό σχόλιο για αυτόν, απ’ την πρώτη μέρα που ήρθαμε σε επαφή με τους κρατούμενους. Δεν ήταν δα δύσκολο να αντιληφτεί κανείς πως είχε να κάνει με εξαρτημένο από ουσίες άτομο και μάλιστα ακραία περίπτωση. Ακόμα κι εμείς που δεν είχαμε εμπειρία από ναρκομανείς το αντιληφθήκαμε.

Ναρκωτικά!… Μεγάλη κουβέντα!…Κι ακόμα μεγαλύτερη για αυτούς που έχουν εγκλωβιστεί στον ιστό της αράχνης. Από πού να φυλαχτείς και πώς να ξεφύγεις!…

Ο Σάββας, σαν τ’ αγρίμι πιασμένο στο δόκανο που περιμένει καρτερικά τη χαριστική βολή απ’ τους διώκτες του, για να εξιλεωθεί απ’ το μαρτύριο του πόνου, ήταν βυθισμένος στον μελαγχολικό κι ομιχλώδη κόσμο της εξάρτησης. Προσπαθούσε ν’ανασυγκολλήσει τα ψήγματα ενός λεηλατημένου εαυτού!…Έψαχνε εναγωνίως ένα χέρι να τον τραβήξει απ’ το βάλτωμα που διαρκώς τον χώνευε στην άβυσσο και δίχως καλά-καλά να το συνειδητοποιήσει βρέθηκε πίσω απ’ τα κάγκελα.

Ποτές μου δεν τον ρώτησα το πώς και το γιατί!…Κάποια πράγματα δεν τα ρωτάς. Αν ξεκλειδώσει ο άλλος από μόνος του το σεντούκι της καρδιάς του, θα’χεις την ευκαιρία να ανακαλύψεις, έναν αλλιώτικο κόσμο, διαφορετικό απ’ αυτόν το ψεύτικο, το μασκαρεμένο που ζούμε όλοι μας, για τον οποίο πιστέψαμε πως με την τεχνολογική ανάπτυξη βελτιώσαμε και την ποιότητα των ανθρώπων, ή πως θα το καταφέρουμε με την κλωνοποίηση!…Ουέ κι αλίμονο τι έχουν να δούνε ακόμα τα μάτια μας.

Με την πρόοδο των μαθημάτων, χαλάρωσε κάπως η στενή πολιορκία των σωφρονιστικών κι η ομάδα έγινε αμιγώς εκπαιδευτική. Οι εκπαιδευόμενοι μας είχαν αποδεχθεί πλήρως. Δεν παρείχαμε στείρα γνώση, ανούσια κι ανώφελη που θα κούραζε τους εκπαιδευόμενους, είχαμε προσαρμόσει την εκπαίδευση στις ανάγκες του καθενός κι αυτό αυγάτιζε το ενδιαφέρον για μάθηση.

Η συμπεριφορά επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό την αποδοχή μου απ’ την ομάδα. Δεν ήμουν ένας οποιοδήποτε εκπαιδευτής, ήμουν πρωτίστως ένας σύνδεσμος των εγκλείστων με τον απέξω κόσμο. Πολλές φορές στα μάτια μου προσπαθούσαν να δουν την κοινωνία. Μια κοινωνία που να μην τους πνίγει!…Αλλιώτικη απ’ αυτή που γνώριζαν, της ξεφτίλας, της ψευτιάς, της εφήμερης φιλίας, του συμφέροντος, της τζάμπα μαγκιάς, και του ξεχειλωμένου εγωισμού.

Δε διακατεχόμουν απ’ το βίτσιο της αυθεντίας που διακατέχονται αρκετοί εκπαιδευτικοί, προσπαθούσα να προσεγγίσω με πολύ προσοχή την όλη εκπαιδευτική διαδικασία, ώστε να γίνω αρχικά αποδεκτός απ’ τους κρατούμενους και τους σωφρονιστικούς, αλλά και αντάξιος του έργου για το οποίο με είχε επιλέξει ο Κρατικός φορέας που είχε την ευθύνη των προγραμμάτων. Δεν είχα καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για κάποιον άθλο, ή τουλάχιστον δεν πίστευα πως θα έκανα κάτι τέτοιο. Ήθελα απλά να σκύψω πάνω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που η ζωή τους διέφερε κατά πολύ απ’ τη δικιά μου, να τους μεταδώσω γνώση και να τους κάνω να αισθανθούν πως ήταν ακόμα χρήσιμοι στην κοινωνία.

Τους χρήστες ουσιών, τους έβλεπα ως τα πλανεμένα άτομα στον κόσμο των παραισθήσεων, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν απ’ το «ψεύτικο κόσμο» των αισθήσεων. Το τέρας που λέγεται «Ναρκωτικά» δεν παλεύεται με ηθικολογίες και κούφια λόγια στον αέρα. Οι πράξεις είναι αυτές που δυναμώνουν την ελπίδα για ζωή!… Μια ζωή που χτίζει ο καθένας στα μέτρα του, φιλτράροντας, στο μέτρο του εφικτού, το σκάρτο απ’ το καθαρό, σε μια κοινωνία που τείνει να κάνει το άσπρο μαύρο γιατί πουλάει.

Στην εποχή της γνώσης και της τεχνολογίας, κάναμε την επικοινωνία απρόσωπη, απωλέσαμε ακόμα κι αυτή την έννοια της φιλίας, όπως την ξέραμε παλιά. Τότε που μοιραζόμασταν με το φίλο μας τους πόνους της ζωής, όπου μ’ ένα κομμάτι ψωμί κι ένα γυαλί κρασί κάναμε τα βάσανα τραγούδι και τα ντέρτια μοιρολόγι, για να καταντήσουμε σήμερα στο υποκατάστατο της βίζιτας στο ψυχαναλυτή.

Στο υπαρξιακό άγχος της μοναξιάς μας, ανατρέχουμε στην τηλεόραση για να γεμίσει κόσμο το σαλόνι μας, μόνο που η παρέα που διαλέγουμε είναι κι αυτή λειψή, έτσι συνωστίζονται στο σπιτικό μας, ανώμαλοι, τραβεστί, και τρίγωνα, γαλουχώντας τα παιδιά μας με τη διαφορετικότητα. Πόσο ανίσχυροι αλήθεια αισθανόμαστε από τη δύναμη της εικόνας, ώστε να μην μπορούμε να επιβληθούμε στους ίδιους μας τους βλαστούς, χωρίς να κινδυνεύουμε να χαρακτηριστούμε απ’ τα πιο προσφιλή μας πρόσωπα ως αναχρονιστικοί, παλιομοδίτες και ξεπερασμένοι, άρα ασυζητητί απορριπτέοι.

Αν αναρωτιέται κανείς ποιους βολεύει αυτή η κατάσταση της έξαρσης των ναρκωτικών, της κατάπτωσης και της σαπίλας που διαρκώς διογκώνεται, δε θα χρειαστεί να βασανίσει αρκετά το κεφάλι του. Βολεύει όλους μας!… Ακόμα και μας που βλέπουμε και σιωπάμε, πιστεύοντας τάχα πως δεν έχουμε δύναμη να αλλάξουμε τα πράγματα. Καθόμαστε απαθέστατοι στην πολυθρόνα συμμετέχοντας με διανοητικές διεργασίες στον ψεύτικο κόσμο των αισθήσεων, κι όταν αναζητάμε κάτι διαφορετικό, το μόνο που μας μένει είναι αυτό του κόσμου των παραισθήσεων, γιατί κατεδαφίσαμε πατροπαράδοτες αξίες. Απορρίπτουμε το συνάνθρωπο όταν δεν μας είναι χρήσιμος, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύουμε.

Αλλά πρόκειται για μεγαλείο όταν αναζητάς να αποκομίσεις πνευματικά οφέλη απ’ την υποτιθέμενη ασημαντότητα του άλλου. Έτσι απλά!…Γιατί είναι κι αυτός εικόνα Θεού.

Είχα καταφέρει να κινήσω το ενδιαφέρον του Σάββα, απλά και μόνο με το να του δώσω να αισθανθεί πως το θεωρούσα σημαντικό παράγοντα μέσα στην ομάδα, λόγω μόρφωσης. Τώρα το πόσο μορφωμένος ήταν; Αυτό δεν με ενδιέφερε καθόλου, μου αρκούσε το ό,τι δήλωνε φοιτητής γεωπονικής.

Είχαμε φτάσει περίπου στη μέση του εκπαιδευτικού προγράμματος, όταν μια μέρα ο Σάββας δεν προσήλθε στο μάθημα. Στην απορία μου για την απρόσμενη απουσία, πληροφορήθηκα απ’ τους συγκρατούμενούς του, πως του είχε επιβληθεί πειθαρχική ποινή και για το λόγω αυτό αποκλειόταν από το πρόγραμμα!…Η διοίκηση της φυλακής δεν μας είχε ενημερώσει και δε γνωρίζαμε γι’ αυτή τη μεταβολή.

Οι κρατούμενοι που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, απολάμβαναν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Οι ημέρες συμμετοχής τους υπολογίζονταν ως «μεροκάματα» τα οποία συνυπολογίζονταν στον όλο χρόνο κράτησης. Κάτι σαν κίνητρο, αφενός μεν για τη συμμετοχή, αφετέρου δε για τη συμπεριφορά τους εντός του χώρου της φυλακής.

Ρώτησα να πληροφορηθώ το παράπτωμα του Σάββα, που επέσυρε πειθαρχική ποινή και τον αποκλεισμό του από το πρόγραμμα.

- «Τον έπιασαν με είκοσι κιλά κρασί!…» μου είπε συγκρατούμενός του απ’ την ίδια πτέρυγα.
- «Πού το βρήκε;» ρώτησα αφελέστατα.
- «Το έφτιαξε ο ίδιος στο κελί του» ήταν η απάντηση.
- «Καλά!…Εντάξει!…» είπα χαμογελώντας, δίνοντας την εντύπωση πως δεν έδινα βάση στα λεγόμενα.

Βλέποντάς με να δυσπιστώ, βάλθηκαν να μου εξηγήσουν τη διαδικασία παραγωγής μούστου μέσα στη φυλακή. Ομολογουμένως η εφευρετικότητα ξεπερνούσε τη δικιά μου φαντασία. Τα φρούτα που τους μοίραζαν στο γεύμα, μαζί με ψίχα απ’ το ψωμί, μέσα σε νάιλον διάφανη σακούλα, όπου ο ζωοδότης ήλιος θα βοηθούσε στη ζύμωση, μπορούσε να δώσει αλκοόλ, μέχρι πέντε έως έξι βαθμούς, αναλόγως την περίπτωση.
Για τη φυλακή, η κατοχή ενός τέτοιου πολύτιμου αγαθού, ήταν βάλσαμο στις μαυρισμένες ψυχές αυτών των ανθρώπων. Η ιεραρχία στην κοινωνία των εγκλείστων έχει τα ρίσκα της. Η αποδοχή μέσα σε μια τέτοια κοινωνία είναι πολύπλοκη συνιστώσα διαφόρων παραγόντων.

Βέβαια το αποτόλμημα θεωρούταν βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρούταν με αυστηρά απομόνωση στο πειθαρχείο, αποκλεισμό του κρατούμενου από κάθε ευεργετική διαδικασία εντός της φυλακής και φυσικά αναστολή του δικαιώματος αδείας, όταν ο κρατούμενος είχε τις προϋποθέσεις της ευεργεσίας του νόμου.

Πέρασε μια βδομάδα περίπου και μια μέρα καθώς έμπαινα στην αίθουσα, ένα διπλωμένο χαρτάκι περνούσε με τρόπο στο χέρι μου. Ήταν σημείωμα απ’ το Σάββα, το προσκόμισε συγκρατούμενός του που παρακολουθούσε το πρόγραμμα.

Ο Σάββας είχε βγει απ’ την απομόνωση και ζητούσε την παρέμβασή μου προς τη διοίκηση της φυλακής, για να συνεχίσει το πρόγραμμα, έστω και χωρίς να ευεργετηθεί με μεροκάματα.

Ήταν συγκλονιστικό!.. Ζητούσε τη δικιά μου παρέμβαση για ένα θέμα που ήταν έξω απ’ τη δικά μου δικαιοδοσία. Ποίος ήμουν εγώ που μπορούσα να παρέμβω σε μια καθαρά υπόθεση της φυλακής!…Κι ύστερα, ήταν σωστό ν’απογοητευτεί ένας άνθρωπος που μόλις προσπαθούσε να αναστηθεί απ’ το βούρκο της εξάρτησης.

Απ’ τη μια μεριά είχα την ικανοποίηση πως είχα πετύχει το σκοπό μου. Είχα γίνει αποδεκτός απ’ αυτή την ευαίσθητη κοινωνική ομάδα των εγκλείστων κι είχα ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον αυτού του ανθρώπου για ζωή. Απ’ την άλλη ένιωθα τρομερά ανίσχυρος απέναντι σ’ ένα σωφρονιστικό σύστημα που’χε τη δικιά του λογική και η οποία ήταν καθ’ όλα σεβαστή.

Το θέμα είχε να κάνει με την εφαρμογή του εσωτερικού κανονισμού και μάλιστα για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα. Οι εκπτώσεις σ’ ένα τέτοιο θέμα ισοδυναμούσαν στην αυτοκατάργηση του κανονισμού, με απρόβλεπτες συνέπειες σε μελλοντική εφαρμογή του.

Οι ισορροπίες ήταν πολύ λεπτές και το αντιλαμβάνονταν όλοι. Οποιαδήποτε παρέμβαση από μέρους των εκπαιδευτών, σίγουρα θα την έβλεπαν με καχυποψία.

Συζητήσαμε το θέμα με τον Ηλία κατά την επιστροφή απ’ τη φυλακή, για να δούμε αν και με ποίον τρόπο θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποια προσπάθεια. Ο εξονυχιστικός έλεγχος κάθε φορά που μπαίναμε στη φυλακή, αν κι αναγκαίος σ’όλες τις περιπτώσεις, ήταν ανασταλτικός παράγοντας για όποια οικεία προσέγγιση, άρα οποιαδήποτε παρέμβαση έπρεπε να γίνει μέσου του φορέα που’χε την ευθύνη του εκπαιδευτικού προγράμματος.

Η Τούλα η Σορώκου, ένας εξαίρετος άνθρωπος με πολλά χαρίσματα, ήταν ο σύνδεσμός μας με το φορέα που διεξήγαγε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Κατασυγκινήθηκε μόλις έμαθε για το ζήτημα. Την επομένη και οι τρεις μας βρισκόμασταν στο γραφείο της κοινωνικής λειτουργού στο σωφρονιστικό κατάστημα. Οι χειρισμοί, με πολλή διπλωματία. Ο Διευθυντής, ένας καλοσυνάτος κύριος, μας άκουσε με προσοχή. Τα επιχειρήματά μας εύστοχα. Ωστόσο φύγαμε χωρίς να πάρουμε θετική απάντηση. Ήταν καθαρά θέμα του συμβουλίου της φυλακής.

Τρεις μέρες αργότερα ο Σάββας προσερχόταν κανονικά στην ώρα του για το μάθημα. Κοιταχτήκαμε ίσια στα μάτια…Για μερικά δευτερόλεπτα είπαμε τόσα πολλά χωρίς να βγάλουμε λέξη!…Δε χρειαζόταν άλλωστε!…Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν στο μέσον της απόστασης, θρυμμάτισαν το γυάλινο τοίχο που μας χώριζε και η ματιά του καθενός διείσδυσε δυναμικά στη ψυχή του αλλουνού, μεταφέροντας απέραντα μηνύματα ανθρωπιάς. Μου έσφιξε με θέρμη το χέρι κι ένα υπόκωφο «ευχαριστώ» ανασύρθηκε απ’ τα βάθη της ψυχής του, ίσια για να ακουστεί ελαφρά στα αυτιά μου. Στο πρόσωπό του, χαραγμένα ανάμικτα συναισθήματα. Μειλίχια χαρμολύπη από ένα άνθρωπο, που πρόδωσε αλλά και προδόθηκε, που αδίκησε αλλά και αδικήθηκε, που αισθάνθηκε πόνο αλλά και συναισθάνθηκε αγάπη.

Λίγους μήνες αργότερα ο Σαββάς ζήτησε απ’ τη διοίκηση της φυλακής την μεταφορά του στις φυλακές Θήβας, με παράλληλη ένταξη στο πρόγραμμα απεξάρτησης του ΟΚΑΝΑ.

Τέσσερα δημιουργικά χρόνια, σηματοδότησαν τη θητεία μου στην εκπαίδευση ενηλίκων. Κάθε επαφή με την ομάδα των εγκλείστων ήταν παράλ-ληλα μια ξεχωριστή εμπειρία. Οι συνθήκες σε ωθούσαν να πετάξεις την μάσκα της όποιας φκιασιδοτής συμπεριφοράς, να βάλεις σε δοκιμασία τα όρια της δικιάς σου κουλτούρας, να παλέψεις με μια πραγματικότητα, που κτυπούσε κόκκινο στους συμβιβασμούς της κοινωνίας, όπως τους εννοούμε οι περισσό-τεροι. Χρόνια παραγωγικά, γεμάτα ουσιαστική επικοινωνία, με εμφανή ταυτό-χρονα την αποδοχή του έργου μου, απ’ τους επιστημονικούς υπεύθυνους, του φορέα που συντόνιζαν την εκπαιδευτική διαδικασία. Συστατικό απαραίτητο, για να μην προσπερνάς με εγκληματική αβελτηρία την ανθρώπινη υπόσταση, όταν νομίζεις πως αυτή δε σου είναι χρήσιμη. Έτσι θα βρεις το σθένος να σκύψεις πάνω στον πόνο, στην εγκατάλειψη, στην περιθωριοποίηση, για να φυτέψεις ελπίδα, να χτίσεις σκάλα για ν’ ανέβει ο συνάνθρωπός σου, απ’ το ανήλιαγο υπόγειο του καταχθόνιου ζόφου των ναρκωτικών και της εξάρτησης, στο φως της ζωής, της χαράς, της προσδοκίας για το καλύτερο, δίνοντας επιπλέον, λίγο απ’ αυτό το κάτι, που σου εμφύτευσε απλόχερα ο Δημιουργός και που περιμένει από σένα να το ενεργοποιείς σε κάθε σου πράξη, σε κάθε σου σκέψη, σε κάθε σου δραστηριότητα!.. κι αυτό το κάτι, δεν είναι τίποτα άλλο από ΑΓΑΠΗ.

Πολλές φορές που φέρνω στο μυαλό μου, τις εμπειρίες που αποκόμισα απ’ τη θητεία μου στην εκπαίδευση μέσα στις φυλακές, αναλογίζομαι κι αναρωτιέμαι, χωρίς να περιμένω απάντηση, μήπως τελικά διδάχθηκα πολλά περισσότερα από όσα τυπικά κλήθηκα να διδάξω;